ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ!
Γραφει και φωτογραφίζει ο Γιαννης Εφραιμίδης
Το «5 σε 1» Rally είναι ένα από τα ετήσια Regularity Rally (δηλαδή Rally ακριβείας και όχι ταχύτητας, σε άγνωστη διαδρομή, με Road Book* και ειδικές διαδρομές/δοκιμασίες**) που διοργανώνει η Ελληνική Λέσχη Φίλων Κλασικής Μοτοσυκλέτας. Είναι χειμερινό, γίνεται συνήθως Δεκέμβρη, συνήθως στην Αττική και σχετικά μικρό σε διάρκεια (συνολική απόσταση γύρω στα 100-150 χλμ.), ενώ καταλήγει πάντα (και όχι «συνήθως»!) στο κλασσικό τσιμπούσι.
Η διαφορά του από τα άλλα Ραλλύ (και Ραλλάκια) της Λέσχης είναι ότι σε επίπεδο αποτελεσμάτων υπάρχει μεν ατομική βαθμολογία, αλλά γίνεται και ομαδική ανά χώρα κατασκευής μοτοσυκλέτας η οποία είναι και η ζητούμενη.
Συμμετέχουν μοτοσυκλέτες που έχουν συμπληρώσει τα 30 χρόνια, δηλαδή κατασκευασμένες μέχρι το 1991 (και οπωσδήποτε πιστοποιημένες για την αυθεντικότητά τους), και η τελική κατάταξη έχει να κάνει με τα 5 καλύτερα αποτελέσματα ανά χώρα κατασκευής που συνολικά αθροίζουν τους λιγότερους βαθμούς ποινής, και συνεπώς ορίζουν την νικήτρια ομάδα.
Οι Ομάδες είναι 5, η Εγγλέζικη, η Γερμανική, η Ιταλική, η Αμερικάνικη και η Ιταλική, εξ ού και το όνομα, 5 χώρες σε 1 αγώνα.
Υπάρχει και ένα τεράστιο, μισόμετρο σε μέγεθος, κύπελλο, το οποίο μένει πάντα στην Λέσχη, και πάνω του κολλιέται ένα πινακιδάκι που αναφέρει την νικήτρια ομάδα ανά έτος. Τελευταία φορά τον τίτλο πήρε η Ιταλική ομάδα, ναι αυτή με τα αναξιόπιστα όργανα Veglia, και η αναφορά στα όργανα δεν είναι τυχαία, αφού είπαμε ότι το ραλλάκι είναι Regularity, άρα βασίζεται (και συνήθως η νίκη ορίζεται) από την ακρίβεια των οργάνων.
Οι Ομάδες, ή μάλλον οι συμμετέχοντες στις ομάδες εννοείται ότι έχουν τα δικά τους συγκεκριμένα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά.
Αρχίζοντας με τους Αμερικάνους, φυσικά όλοι με Harley, είναι οι πιο χαλαροί απ΄όλους, σπάνια κοιτάνε το road book και συνήθως ακολουθούν όποιον βρούν βολικό, δηλαδή τους πιο αργούς αφού οι ίδιοι, πλην μιάς εξαίρεσης, πάνε συνήθως πιο αργά και από τα σαλιγκάρια, παράλληλα σταματώντας οπουδήποτε ταιριάζει με τα γούστα τους για καφέ, τσιπουράκι η και κάνα κοψιδάκι.
Με λίγα λόγια είναι η Ομάδα που περισσότερο απ’ ΄όλες τις άλλες συμμετέχει για την βόλτα και τον φιλικό φραμπαλά αδιαφορώντας επιδεικτικά για κύπελλα και κατατάξεις.
Οι Γερμανοί συμμετέχουν φυσικά όλοι με BMW, αλλά όλο και θυμάμαι και κάποιο NSU ή κάποιο Zundapp που έχει κατά καιρούς εμφανιστεί.
Αυτοί πηγαίνουν ακολουθώντας αυστηρά το Road Book και θεωρούν αδιανόητο να χαθούν, αφού έχουν με τέτοιο τρόπο εκπαιδεύσει τα μάτια τους, ώστε το ένα κοιτάει το Road Book και το άλλο βλέπει τις ταμπέλες στον δρόμο.
Με βάση την αυστηρή γερμανική νοοτροπία συνήθως δεν έχουν χιούμορ και επίσης δεν μπορούν να χωνέψουν το ότι υπάρχουν άλλοι κλασικοί που διαλέγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την (κατ΄αυτούς «εγγύηση») που λέγεται BMW.
Οι Άγγλοι είναι οι «σιδερόκωλοι» της παρέας αφού είναι πανταχού παρόντες με τα «ξερά» (χωρίς πίσω ανάρτηση) μηχανάκια τους, συνήθως προπολεμικά μονοκύλινδρα BSA και Norton.
Έχουν αποκτήσει, μετά από πολυετή εμπειρία, την ικανότητα να καλιμπράρουν σωστά τα Smiths τους, οπότε πετυχαίνουν καλούς χρόνους, και έχοντας και το bonus λόγω παλαιότητας, είναι πάντα μέσα στα φαβορί. Επιπλέον στους Εγγλέζους συναντάς και τα καλύτερα μαστόρια οπότε ό,τι και να χαλάσει στην πορεία, το φτιάχνουν επιτόπου.
Οι Γιαπωνέζοι είναι οι καλοπερασάκηδες της ιστορίας. Συνήθως με μεσαία ή μεγάλα κυβικά της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80 με κινητήρες ακόμα και τετρακύλινδρους, που δεν σπάνε δεν χαλάνε, με κοντέρ ακριβείας και μάλιστα μηδενιζόμενα (μερικοί χιλιομετρητές), καλές (και καμμιά φορά ρυθμιζόμενες) αναρτήσεις, διπλά κάποιες φορές δισκόφρενα, καλά φώτα άμα πιάσει νύχτα, φαρδιές και αρχοντάδικες σέλες, σχάρες για να βάζουν την πραμάτεια, τα πάντα όλα δηλαδή, έτσι ώστε βρέξει- χιονίσει φτάνουν κολλαριστοί στα ΣΕΧ (Σημεία Ελέγχου Χρόνου) όταν όλοι οι άλλοι αχ και βαχ γρασσάρουν τις ταλαιπωρημένες αρθρώσεις τους.
Οι Ιταλοί τέλος είναι ούτως ή άλλως αλλού γι’ αλλού. Νευρικοί από τα γεννοφάσκια τους και κλιπονάτοι εκ πεποιθήσεως, αγνοούν επιδεικτικά τις κουτσουρένιες αναρτήσεις τους και την ταλαιπωρία του «μια τρύπα εδώ, μια τρύπα εκεί, μια τρύπα παραπέρα» επαρχιακού, και το μόνο που προσέχουν είναι να μένουν σε ομάδες με 5-10 μήκη διαφορά για να μαζεύει ο πίσω τα κομμάτια που φεύγουν από τον μπροστινό, κόρνες, στάντ, μανιβέλες, κωλοφάναρα, περιουσίες έχουν χαθεί από σπάνια εξαρτήματα που κάναν παρέα στα ραδίκια.
Επιπλέον στις Ιταλικές σακούλες με τα αναλώσιμα, πέρα από ανορθωτές και πολλαπλασιαστές βρίσκεις και παντός είδους μυοχαλαρωτικά (ΟΚ, τώρα που γράφτηκαν αυτά που θέλουν να διαβάζουν οι αλλόφυλοι, πάμε παρακάτω…)
Η πραγματικότητα είναι ότι όλως παραδόξως οι Ιταλοί κάποιες φορές κερδίζουν την κούπα, αφού όσες φορές και να χαθούν, πάνε τόσο γρήγορα που ρεφάρουν το χάσιμο με τα γκάζια.
Πάμε στις μοτοσυκλέτες που συμμετείχαν τώρα, οι οποίες λόγω συνθηκών ήταν λιγότερες από άλλες φορές, αλλά πάντα αρκετές και κυρίως σημαντικές.
Έτσι, αν ήθελα να ξεχωρίσω κάποιες κλασικές είτε για την σπανιότητά τους είτε για το πόσο καλά ήταν αποκατεστημένες, δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω :
Την προεδρική Harley του ’30 του Γιάννη Λάνδρου,
Την Norbsa του ΄40 του Αντρέα Ξυνίδη,
Το πολεμικό τρίκυκλο R75 του Σπύρου Κυρίτση,
Το στενοτάμπουρο R51/2 και το φαρδυτάμπουρο R51/3 του Γιάννη Βλασταρά και του Γιάννη Σαββέλη αντίστοιχα,
Την φανταστική τετράτροχη 300άρα Isetta του Γιώργου Καλαμάκη (ο οποίος στρίμωξε εκεί μέσα και την γυναίκα του και την κόρη του),
Tην «500 κιλά» Duo Glide του “πολέμαρχου Seeley” Μανωλόπουλου,
Τα απολύτως μοναδικά και εκπληκτικά Ducati 250 D, 350 GTV και 750 Sport των Μάρκου Χρήστου, Νίκου Καλαμβρέντζου και Γιώργου Ματσανίκα αντίστοιχα,
Την άριστα συντηρημένη «as found» Honda CB 500 F του Αντώνη του Κόλλια,
Την πανέμορφη Ζ 900 του Βασίλη του Γουρουνά,
Το πολύ γρήγορο Kawasaki ΚΗ 400 του Νίκου Καραγεώργου,
Το «βάστα Τούρκο να γεμίσω» R75 του “πύραυλου” Κωvσταντινίδη,
Το υπεράριστο Ζ 650 του γιατρού του Πανταζόπουλου (που λέγεται ότι πρωτοκαβάλησε και αγόρασε μοτοσυκλέτα στα 68 του)
Το 500άρι ΧΤ του «αέρα» Δημητρακόπουλου,
Την «as found» δίχρονη τσέχικη Jawa 350 του “λαδιάρη” Αναστασιάδη,
Το «κανείς δεν ξέρει τι πιστόνια έχει μέσα» BMW του Τοκατλίδη,
Το GSX 1100 του «burn out» Λεωνιδάκη,
Το SR 500 του «ξύνω μαρσπιέδες» Φατούρου,
Το εξαιρετικό GPZ 550 του Δουλγεράκη,
Το φανταστικό Moto Morini 350 sport του «Blues Man» Ιωάννου,
Το πανέμορφο αλλά εντελώς ακατάλληλο για τέτοιες δουλειές GSXR 750 του Πανάρετου,
Το SRX του πανταχού παρόντα Κελάφη,
Το 125άρι SR του «έβαλα για service την Florett-α» Μαρούλη,
Την WLA του «πάω αργά και φτάνω πρώτος» Παπαδόπουλου, κλπ, κλπ, κλπ.
Για την ιστορία, ο γράφων κατέβασε το «τα κάνει όλα και συμφέρει» άσπαστο 350 Scrambler του ’74 που λόγω καρατιμόνας ήταν η καλύτερη επιλογή.
Η διαδρομή φέτος, με εκκίνηση πάντα από την Λέσχη (Πλατεία Θησείου), παίχτηκε ανάμεσα στους Θρακομακεδόνες, την Μονή Κλειστών, τα φανταστικά στροφιλίκια προς την Πύλη, το σπαστήρι προς την Οινόη, τον πισταδόρικο κατήφορο προς τα Μέγαρα, την ζαλάδα (λόγω έργων) προς την Μαγούλα και το χαμένο κάπου στα χωράφια εξωκλήσι του Αγίου Σαράντη όπου και ο τερματισμός, με το τσιμπούσι στα μοναστηριακά τραπέζια σε ανοιχτό χώρο.
Το θέμα με τις διαδρομές της Αττικής, όταν επί 30 χρόνια κάνεις 4-5 αγώνες κάθε χρόνο, είναι ότι κάποτε οι όμορφες διαδρομές «τελειώνουν, δηλαδή τις έχεις κάνει σχεδόν όλες και λίγο πολύ επαναλαμβάνεσαι, οπότε έχεις πάντα το πρόβλημα να κάνεις κάτι διαφορετικό, που βέβαια δεν είναι πάντα εύκολο.
Η διαδρομή λοιπόν δεν είχε εκπλήξεις, αλλά φυσικά όλοι ψιλοχαθήκαμε, είτε στα δρομάκια των Θρακομακεδόνων, είτε στα έργα της Μαγούλας, είτε στα χωράφια των Μεγάρων, αλλά όλα αυτά έχουν την πλάκα τους, για να μην πούμε ότι για την πλάκα γίνεται όλη αυτή η φάση.
Όμως, το κλου της ιστορίας, όπως πάντα, ήταν το τσιμπούσι του τερματισμού.
Η οργάνωση είχε διαλέξει το εξωκλήσι του Αγίου Σαράντη, χαμένο κάπου βόρεια από τα Μέγαρα, όπου μέλη της Λέσχης έστησαν ένα τεράστιο καζάνι και έφτιαξαν μια καταπληκτική φασολάδα για όλους, με ρέγκα στα κάρβουνα και ψητά σπιτικά λουκάνικα, ενώ το βιολογικό ψωμί ήταν φρεσκοζυμωμένο από εκλεκτά στάρια του κτήματος “Vorfanosbio” του “Μr. Paris Dakar” Βασίλη Ορφανού.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες σε όσους δεν έτρεξαν διότι έπρεπε να δουλέψουν στην Οργάνωση, όπως στον Βασίλη Γιάννου που ήταν στα χρονόμετρα (και για όσους δεν ξέρουν, είναι ο εμπνευστής και δημιουργός ΟΛΩΝ των εκπληκτικών αφισών ΟΛΩΝ των εκδηλώσεων της Λέσχης Κλασικών), την οικογένεια Τσαλαματά που μαγείρεψε, τον Περικλή Κατσώτη που έγραψε το road book, την οικογένεια Μούκα, τον Κώστα Μαχαίρα, τον Θωμά Xρυσανθακόπουλο, τον Σταμάτη Μπουτιέρο και τον Αλέξανδρο Πάντο.
Και του χρόνου νάμαστε καλά.
———————————————————————————————————————————-
* Παραπομπή Νο 1 : Road Book.
Ξεκινώντας το Rally, κανείς συμμετέχων δεν γνωρίζει την διαδρομή, ούτε καν που πέφτει ο τερματισμός. Ετσι στην αφετηρία οι συμμετέχοντες παραλαμβάνουν το Road book. Φανταστείτε το σαν ένα «τετράδιο» που έχει σημειώσεις κάθε φορά που αλλάζεις πορεία, δηλαδή σου λέει «σε 1 χλμ. από την αφετηρία στρίψε δεξια στην ταμπέλα μπλα μπλα μπλα», και μετά «σε άλλα 2 χλμ. στρίψε αριστερά στην ταμπέλα μπλα μπλα μπλα», κοκ. Συνολικά σε ένα ραλλάκι το road book μπορεί νάχει και 100 η 150 «εντολές» (στη γλώσσα των αγώνων ονιμαζονται «τουλίπες») που ακολουθώντας τις φτάνεις στον τερματισμό.
Όπως καταλαβαίνουμε όλοι, αν χαθείς φταίει το Road Book και ποτέ εσύ.
Οπότε η μόνιμη μουρμούρα των “γρινιάρηδων” είναι το Road Book.
ΟΚ, στα 30 χρόνια της Λέσχης έχουν υπάρξει και τέλεια Road Books, αλλά έχουν υπάρξει και (κάποια λίγα) μέτρια Road Books.
Κάποια έχουν γραφτεί σε 3-4 μέρες διότι υπήρχε χρόνος, ενώ κάποια άλλά (πολύ λίγα) χρειάστηκε να γραφτούν σε λίγες μόνο , επειδή οι συνθήκες ήταν τέτοιες.
Κάποια γράφτηκαν από πολύ έμπειρους, με GPS και άνεση χρόνου, και δυνατότητα επιβεβαίωσης με 2α και 3α περάσματα, και κάποια από λιγότερο έμπειρους, χωρίς άνεση χρόνου και χωρίς δυνατότητες εξάντλησης της τεχνολογίας, διότι τέτοιες ήταν οι συνθήκες.
Δια ταύτα : Η διάθεση της Λέσχης για το καλύτερο είναι δεδομένη και κάποιες (ενδεχόμενες) ψιλοαστοχίες του όποιου RB, καλό θα είναι να μην χαλάνε την διάθεση κανενός, απολύτως κανενός, ειδικά όταν είναι δεδομένο ότι σε 2, σε 3 ή σε 5 χλμ. θα την βρεις την άκρη και την σωστή πορεία. Άλλωστε ούτε Πρωτάθλημα υπάρχει, ούτε λεφτά παίζονται, μόνο κέφι και βόλτα, κέφι και βόλτα, κέφι και βόλτα, κέφι και βόλτα … και βεβαίως βεβαίως η ταβέρνα στον τερματισμό που ποτέ κανείς δεν έχασε.
** Παραπομπή Νο 2 : Ειδικές Διαδρομές.
Οι Ειδικές Διαδρομές είναι διαδρομές συγκεκριμένης (αλλά άγνωστης στον συμμετέχοντα) απόστασης που πρέπει να διανύσεις με συγκεκριμένη «μέση ωριαία ταχύτητα» (μ.ω.τ.) η οποία ορίζεται στο Road Book (π.χ. 37 χλμ./ώρα).
Εδώ λοιπόν, στις ειδικές διαδρομές, καταλαβαίνουμε το πόσο ψαγμένο είναι το ραλλάκι, η πόσο δύσκολο θέλησε ο Οργανωτής να το κάνει.
Παράδειγμα : Αν η ειδική διαδρομή στηθεί σε κλειστό στροφιλίκι, με φουρκέτες, ανηφοροκατηφόρες, επιταχύνσεις, φρένα κτλ., τότε ο Οργανωτής πράγματι ψάχνει (και «απαιτεί») την ικανότητα των συμμετεχόντων,
αφού πολύ δύσκολα ο συμμετέχων πετυχαίνει σε τόσο δύσκολες συνθήκες την ζητούμενη μέση ταχύτητα.
Αντίθετα, αν ο Οργανωτής θέλει απλά ένα εύκολο ραλλάκι και είναι υποχρεωμένος να εκπληρώσει το γράμμα του κανονισμού (που απαιτεί «Ειδικές Διαδρομές») τότε σημαδεύει το πρώτο αδιάφορο ισιάδι που θα συναντήσει και με αφετηρία «εδώ» και τερματισμό π.χ. «8 χλμ. παρακάτω», ζητά από τους συμμετέχοντες π.χ. μέση ωριαία ταχύτητα 37 χλμ, απλά ταλαιπωρώντας και τους οδηγούς και τους έρμους κινητήρες που δουλεύουν σκορτσάροντας ανάμεσα στην 2α και στην 3η, με το ένα μάτι καρφωμένο στο κοντέρ και το άλλο στην χελωνίτσα δίπλα … Εντάξει, σ’ αυτή τη περίπτωση όποιος έχει το καλύτερο κοντέρ (η το καλύτερα κρυμμένο GPS, αφού τα GPS απαγορεύονται) κερδίζει, αλλά σαφώς (κατά την άποψή μου πάντα) η ευχαρίστηση μειώνεται, αφού επικρατεί η ρουτίνα του αδιάφορου ισιαδιού.
Αυτά και νάμαστε καλά, και του χρόνου να ακολουθήσουμε όλες τις εκδηλώσεις της Λέσχης.
Γιάννης Εφραιμιδης
12/2021
ΑLBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ