Εξαρτάται από την κατηγορία που ανήκουν αυτά «τα άλλα». Γιατί με την διάσπαση του δικύκλου σε αμέτρητα (κυριολεκτικά!) σχήματα και οχήματα που κάποιες φορές το μόνο που έχουν κοινό μεταξύ τους είναι ο αριθμός των τροχών, το δύσκολο δεν είναι μόνο η εύρεση μετρητών, αλλά και η απόφαση/κατάληξη της κατηγορίας στην οποία θα κινηθούν οι, λιγοστοί και θαρραλέοι, αγοραστές.
Με ταχύ ρυθμό προσπερνάμε (καλώς ή κακώς, μένει να αποδειχθεί) τις «επιφυλάξεις» της χώρας σχεδίασης, προέλευσης και κατασκευής, μένοντας στο ίδιο το (κάθε) μηχάνημα, μια και έχουμε αποδεχθεί ότι αν δεν χορέψουμε στον ρυθμό της παγκοσμιοποίησης, σύντομα θα μείνουμε ολωσδιόλου έξω απο τον χορό!
Αυτή η «σιωπηρή αποδοχή» όμως, δεν σημαίνει και την άνευ όρων “παράδοση” του αγοραστή, μια και με τα δικά του χρήματα συνεχίζει να κινείται η παγκόσμια βιομηχανία.
Αρα, οι απαιτήσεις του και τα κριτήριά του ΠΡΕΠΕΙ να παραμένουν αυστηρές και υψηλά αντιστοίχως, γιατί οι υποσχέσεις των διαδικτυακών διαφημίσεων και η πληθώρα των gadgets δεν θα τον βοηθήσουν, αν αποδειχθεί ότι τελικά η αγορά του ηταν «τυφλή», στα πλαίσια της εικονικής πραγματικότητας που τείνει να αντικαταστήσει την πραγματική ζωή.
Στις περιπτώσεις των μοτοσυκλετών μικρού κυβισμού, όπου και οι τιμές είναι, γενικά, προσιτές σε περισσότερο κόσμο, οι πιθανότητες μιάς μέτριας, (σπάνια εντελώς κακής), αλλά πάντως «ακατάλληλης» αγοράς, αυξάνονται. Και αυτό γίνεται γιατί οι ίδιοι οι αγοραστές δεν εκτιμούν όσο πρέπει το (έστω μικρό) κεφάλαιό τους, σκεπτόμενοι ότι ακόμα και αν «την πατήσουν» (στην καθομιλουμένη!), δεν θα έχει έρθει δα και η καταστροφή.
Αυτό το λανθασμένο και αδιάφορο σκεπτικό, «επιτρέπει» σε πολλά προϊόντα χαμηλής ποιότητας και μετριότατης γενικής απόδοσης (για τα στάνταρντς της εποχής μας), να πραγματοποιούν πωλήσεις με μοναδικό «άλλοθι» την χαμηλή τιμή, κι έτσι όχι μόνο επιβιώνουν αλλά και αναπτύσσονται εμπορικά μερικές φορές. Μόνο που αυτό γίνεται ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ άλλων προϊόντων, των οποίων οι κατασκευάστριες εταιρείες έχουν επιμείνει και προσπαθήσει για καλύτερη ποιότητα, συμπιέζοντας ταυτόχρονα τα ποσοστά κέρδους τους (σε όλη την αλυσσίδα διάθεσης, απο παραγωγή μέχρι πώληση) προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικά.
Πάμε λοιπόν να δούμε το ΚΤΜ Duke 250 (που μας γέννησε τις πιο πάνω σκέψεις), σαν κατηγορία, αξία, προσφορά και απόδοση. Γιατί πρέπει να αιτιολογήσουμε και τον τίτλο του άρθρου, που δεν «υπονοεί» αλλά δηλώνει με σαφήνεια ότι πρώτα θα πρέπει να δει κάποιος το ΚΤΜ και ΜΕΤΑ να ασχοληθεί με τις συγκρίσεις τιμών των πολλών μικρών Ασιατικών μοτοσυκλετών που εμφανίστηκαν σχετικά πρόσφατα, καθώς ο ανταγωνισμός έχει φέρει μικρή αλλά αισθητή κάμψη στις πωλήσεις (και στα κέρδη) των σκούτερ, και οι εταιρείες «αλιεύουν» πλέον και στις άλλες κατηγορίες commuting.
Yπάρχει μία «γιγαντιαία μικρομεσαία» μοτοσυκλέτα, η ΚΤΜ Duke 390, την οποία όλοι οι «ειδικοί» θα ήθελαν για προσωπικό μεταφορικό τους μέσο. Και δεν έχει βρεθεί σε ολόκληρο τον κόσμο ούτε ένας δημοσιογράφος που να διαφωνήσει στο ότι η σχετικά «απλή» κατασκευαστικά Duke 390, είναι μία απο τις καλύτερες και πιο ισορροπημένες (σε συνδυασμό αισθητικής και απόδοσης) μοτοσυκλέτες της παγκόσμιας παραγωγής.
Όταν λοιπόν το Αυστριακό εργοστάσιο στην προσπάθειά του να καλύψει αποτελεσματικά τις αγοραστικές ανάγκες του νεοεισερχόμενου κοινού, καταφέρνει και διαθέτει «αυτή» την μοτοσυκλέτα (δηλαδή, μία απο τις καλύτερες στον κόσμο) με μικρότερο κινητήρα και σε χαμηλότερη τιμή σαν Duke 250, ο αγοραστής της κατηγορίας των μονοκύλινδρων 250 πραγματικά δεν έχει λόγο ούτε να ψάξει, ούτε καν να κοιτάξει αλλού. Εκτός βέβαια, αν το θέμα και το «πρόβλημά» του, είναι ένα…σκάρτο πεντακοσάρικο διαφοράς στην τιμή!
Οι «κατηγορίες χρήσης» που καλύπτει μία ασφάλτινη μοτοσυκλέτα δρόμου με 250 c.c. είναι πολλές, με κύρια αυτή της ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ στην πόλη και σε περι-αστικό περιβάλλον γενικότερα, διατηρώντας όμως τις δυνατότητες διάνυσης μεγάλων αποστάσεων (ανάλογα με τις αντοχές του αναβάτη). Αλλά κανένα απο τα δίκυκλα του commuting δεν είναι ίδιο: Ανάλογα με τον «τύπο» του, αλλού κερδίζει και αλλού χάνει, με το ερωτηματικό του κατά πόσον ο αγοραστής μπορεί έγκαιρα και αποτελεσματικά να διακρίνει τις διαφορές για μια επιλογή που θα καλύπτει ΑΚΡΙΒΩΣ τις ανάγκες του, να παραμένει. Εξειδικεύοντας, φυσικά τονίζουμε ότι τα «μεσαία» σκούτερ, που πλέον βρίσκονται στα 300 c.c. επιζητώντας περισσότερη ροπή, αποτελούν μονόδρομο για το πιο «αδιάφορο» ως προς τις επιλογές του κοινό, αυτό που καταφεύγει στο δίκυκλο ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για να μετακινείται (γι’ αυτό και παίζει τόσο σημαντικό ρόλο η τιμή), αφήνοντας έτσι περιορισμένο χώρο πωλήσεων στις μοτοσυκλέτες των 250 κυβικών.
Προσπερνώντας γρήγορα την «παγίδα» της ανάλυσης της αγοράς, εστιάζουμε στους ανθρώπους που συνειδητά θα επιλέξουν ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ (και) για να μετακινούνται, κάτι που στην τρελλή μας χώρα μπορεί να γίνεται με 250 αλλά και με 1250 κυβικά εκατοστά. Ακολουθώντας το ενάρετο μονοπάτι της λογικής, ψάχνουμε να δούμε το γιατί κάποιος θέλει μια μικρή μοτοσυκλετα στη θέση ενός σκούτερ για να πηγαίνει στη δουλειά του, και βγαίνοντας λίγο «πάρα έξω» απο τη χώρα μας, διαπιστώνουμε ότι εκεί που βασίλευαν τα σκούτερ, τώρα εισέρχεται η μοτοσυκλέτα (και μιλάμε για τις αχανείς αγορές, και περιοχές, της Κίνας και της Ν.Α. Ασίας –στην Ινδία λόγω ανύπαρκτου οδικού δικτύου πάντα η μοτοσυκλέτα κυριαρχούσε μέχρι προσφάτως).
Γιατί γίνεται αυτό; Και γιατί σε «Δυτικές» χώρες, όπως οι Η.Π.Α., ο Καναδάς (αλλά και η Αυστραλία σαν νοοτροπία) το σκούτερ ποτέ δεν ξεπέρασε την μοτοσυκλέτα; Λόγω απουσίας έντονου κυκλοφοριακού στις πόλεις θα πείτε, και θα έχετε δίκιο, μόνο που σήμερα τα σκούτερ έχουν εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο απο αυτό που ήταν, ακολουθώντας την κατεύθυνση του «δίτροχου αυτοκινήτου», που ανοίγει εμπορικές πόρτες σε κοινό το οποίο ποτέ δεν θα φανταζόταν, ούτε θα τοποθετούσε, τον εαυτό του πάνω σε μια μοτοσυκλέτα.
Αλλά σοβαρά τώρα, μπορεί μια μικρή «γυμνή» ή και «ντυμένη» μοτοσυκλέτα να χρησιμοποιηθεί για «τουρισμό»; Η αλήθεια είναι ότι λόγω «αδύναμου» για συνθήκες αυτοκινητόδρομου κινητήρα, οι ταχύτητες ταξιδιού μένουν χαμηλά, μετριάζοντας την ενόχληση του αέρα, αλλά αν το δίκυκλο έχει ΠΟΙΟΤΗΤΑ και αξιοπιστία, ποιός μπορεί να περιορίσει τις χιλιομετρικές αποστάσεις, αν όχι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης;
‘Ομως, στην πόλη δεν είναι καλύτερες και πιο βολικές οι «αυτόματες» μεταδόσεις των σκούτερ, απο τις συχνές αλλαγές ταχυτήτων, έξη πάνω – έξη κάτω σε κάθε φανάρι, των μικρών πολύστροφων μοτοσυκλετών; Η απάντηση έρχεται αβίαστα: Πιο «βολικά» αναντίρρητα, ναι, είναι τα «αυτόματα» (CVT) σκούτερ. Αλλά, λιγότερο ασφαλή στην οδήγηση, κάποιες φορές επιρρεπή σε βλάβες, με υψηλό κόστος συντήρησης, και οπωσδήποτε με αυξημένη κατανάλωση.
Ας δούμε τώρα το ΚΤΜ Duke 250. Που έρχεται να αντιμετωπίσει εμπορικά, στον δικό του «τύπο» (της μικρής μοτοσυκλέτας για commuting), μια ποικιλία μοτοσυκλετών πάνω κάτω στα ίδια κυβικά, με εμφάνιση και στυλ που κινείται σε τέσσερις κατευθύνσεις: Supersport, Street Fighter, «Touring» και Vintage. (Και να ξεκαθαρίσουμε ότι συζητάμε εδώ για τις μονοκύλινδρες προτάσεις της αγοράς των 250, που έρχονται απο κάθε σημείο Δύσης και Ανατολής).
Οσο για τους λόγους που κάνουν μιά συνεχώς αυξανόμενη μερίδα κόσμου να προτιμάει μικρές «στυλάτες» μοτοσυκλέτες έναντι σκούτερ για την μετακίνησή του, πέρα απο την προσωπική προτίμηση (που την βλέπουμε τόσο στους παλαιότερους όσο και στους πολύ νέους αναβάτες) έχει να κάνει και με δύο ακόμα στοιχεία, δηλαδή την ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ και την ΑΣΦΑΛΕΙΑ, για τα οποία γενικά «αποφεύγουν» να μιλήσουν αναλυτικά τόσο οι εταιρείες όσο και ο Τύπος (και αυτό, για να μην «θιγούν» οι πωλήσεις, άρα και οι διαφημίσεις, των σκούτερ, ενώ τώρα οι ίδιες εταιρείες ξεκίνησαν να προωθούν και μοτοσυκλέτες.Τόμπολα!).
Εκτός των παραπάνω, υπάρχει και κάτι ακόμα: Ο παράγοντας (και ο βαθμός) ικανοποίησης που σου δίνει η ιδιοκτησία, η εμφάνιση και προ πάντων η οδήγηση μιας μοτοσυκλέτας, σε σχέση με τις σαφώς περιορισμένες δυνατότητες των σκούτερ.
Η απορία λοιπόν είναι απλή: Αν αποφασίσεις να αγοράσεις για έναν (ή για όλους) από αυτούς τους λόγους μία οικονομική μικρή μοτοσυκλέτα σε στυλ street fighter, γιατί να μην επιλέξεις το ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, που όχι μόνο δημιούργησε αλλά συνεχίζει να προσδιορίζει την κατηγορία; Γιατί να ψάξεις για κάποιο σχήμα που να μιμείται το αυθεντικό (με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία), ξέροντας απο την αρχή ότι δεν θα μπορέσει να το φτάσει; Γιατί να αναζητήσεις μια άγνωστη φίρμα που προσπαθεί να γίνει γνωστή, και να μην πας κατ’ ευθείαν σε ένα premium όνομα; Γιατί σε μια κατηγορία που την επιλέγεις κυρίως για την χαρά της οδήγησης και την οδική συμπεριφορά που θα μετατρέψει τις άχαρες καθημερινές διαδρομές σε διασκέδαση, δεν αγοράζεις το «σημείο αναφοράς» των street fighters (την “corner rocket” Duke 250), και «τζογάρεις» σε καινούργια και αδοκίμαστα δίκυκλα που έχεις δει μόνο σε διαφημίσεις;
Που είναι η αγοραστική λογική σε όλα αυτά;
Στο «value for money» των πιο φτηνών, Ασιατικών, μοντέλων;
Να το δεχτούμε, βεβαίως, αλλά μόνο ΑΝ οι τιμές έχουν μεγάλη διαφορά, και μόνο ΑΝ ταυτοχρόνως υπάρχουν εγγυήσεις και ιστορικό ποιότητας και αξιοπιστίας (γιατί αν μια μοτοσυκλέτα “χαλάει” ή ουσιαστικά αχρηστεύεται από τις συχνές βλάβες και την χαμηλή ποιότητα σε ένα χρόνο, τότε δεν αξίζει ούτε ένα Ευρώ).
Ψάχνοντας όμως αντίστοιχα μονοκύλινδρα 250, βλέπουμε ότι βρίσκονται απο 10% μέχρι 25% χαμηλότερα απο τη (νέα) τιμή του ΚΤΜ Duke 250, που είναι 4.480 Ευρώ. Και αν σκεφτούμε ότι αγοράζοντας ένα «άγνωστο» Ασιατικό δίκυκλο (ΟΧΙ σκούτερ, αλλά μοτοσυκλέτα) η αξία του πέφτει 30 με 40% τον πρώτο μήνα και πάνω από 50% τον πρώτο χρόνο, πάντα σε σχέση με ένα ΚΤΜ, βλέπουμε ότι η διαφορά στις τιμές των καινούργιων εξανεμίζεται, και ο ιδιοκτήτης τελικά θα χάσει στην μεταπώληση περισσότερα απο όσα «κέρδισε» (δηλαδή, «δεν έδωσε») στην αρχική αγορά.
Αρκετά όμως ασχοληθήκαμε με το αυτονόητο (γιατί το να προτιμηθεί ένα Duke έναντι ενός φτηνότερου αντιγράφου του, ΕΙΝΑΙ αυτονόητο!). Καιρός να δούμε το ίδιο το μηχανάκι, χωρίς να ξεχνάμε ότι απευθύνεται κυρίως σε νέους αναβάτες με δίπλωμα Α2 που θέλουν να συνδυάσουν την μετακίνηση με το στυλ, το όνομα της φίρμας με την οδική συμπεριφορά, και την ασφάλεια με την οικονομία.
Απόλυτα κατάλληλο για πρώτη μοτοσυκλέτα, το Duke 250 έχει τις οδικές προδιαγραφές (πλαίσιο- αναρτήσεις-γεωμετρία) του ασύγκριτου Duke 390, με την «ευκολία» και την φιλικότητα ενός 125, αφού ο κινητήρας του, παρά τους 30 ίππους που αποδίδει, σε καμμία περίπτωση δεν θα «τρομάξει», ούτε θα «ξαφνιάσει», τον πρωτάρη.
Πόσο ιδανικός τρόπος, αλήθεια, για την είσοδο στον μαγικό κόσμο των σπορ μοτοσυκλετών, αυτό το μικρό ΚΤΜ!
Όποιος έχει οδηγήσει το Duke 390, θα βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στην έγκριση αγοράς του 250 για τον φίλο ή γνωστό του, όταν μάθει ότι έχει ακριβώς το ίδιο ατσάλινο πλαίσιο δικτυώματος με το αφαιρούμενο υποπλαίσιο, το αλουμινένιο ψαλίδι με τα εξωτερικά ενισχυτικά «νεύρα» (που έχει πέσει επίσης «θύμα αντιγραφής»!), το USD πηρούνι WP των 43 mm σε συνδυασμό με το πολύ καλό πίσω WP, και την «διάσημη» γεωμετρία με μεταξόνιο 1357 mm, τρέϊλ 95 mm και γωνία κάστερ 25 μοιρών, που ΟΤΑΝ η άσφαλτος είναι κατάλληλη (ή σε περιβάλλον πίστας), το κάνει να γέρνει μέχρι να εξαντληθούν τα λάστιχά του και να βρούν τα μαρσπιέ (και κατόπιν, γέρνει λίγο ακόμα!).
Οι τροχοί και τα λάστιχα του 250, έχουν διαστάσεις ίδιες με του Duke 390. Παρόμοιες οι ζάντες, με τα Pirelli Rosso II των 110/70 και 150/60-17 να αποτελούν ένα απο τα σημεία που δεν μας ικανοποίησαν, γιατί μπορεί να «βγάλουν» πολλά χιλιόμετρα, αλλά στις χαμηλές θερμοκρασίες ασφάλτου της δοκιμής μας δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη για μεγάλες κλίσεις, ενώ και η κορώνα τους δεν είναι “γρήγορη”. Σε θερινές θερμοκρασίες, δουλεύουν πολύ καλύτερα.
Στα φρένα έρχεται η πρώτη μικρή (αλλά αισθητή) υστέρηση σε σχέση με το 390: Το Duke 250 έχει εμπρός δισκόφρενο 300 mm (αντί 320) με δαγκάνα 4 εμβόλων ByBre (η «οικονομική» σειρά της Ινδικής θυγατρικής της Brembo), ενώ πίσω παραμένει ο δίσκος των 230 mm, φυσικά με δικάναλο ABS με δυνατότητα απενεργοποίησης. Στην πράξη, ο εμπρός δίσκος θέλει περισσότερη δύναμη στη μανέτα από ότι μας είχε συνηθίσει το (πολύ πιο γρήγορο) 390, ενώ το ABS στον πίσω τροχό παρουσιάζει ευαισθησία και κάνει συχνά αισθητή την ύπαρξή του.
Απόλαυση η αισθητική, στην κοινή, σύγχρονη σχεδιαστική γραμμή όλης της οικογένειας των Duke από το 2018 και μετά, με το νέο ρεζερβουάρ των 13,4 λίτρων (ο διακόπτης –κλειδί είναι στο εμπρός μέρος του), τους όμορφους χρωματικούς συνδυασμούς με τη νέα βαφή που έχει ειδική επεξεργασία για να αντέχει τις ακτίνες UV και να μην ξεθωριάζει, τον εντυπωσιακό και πολύ δυνατό προβολέα (αλογόνου), το υλικό της άνετης σέλλας, το πίσω φανάρι led, τις χειρολαβές «τύπου RC», το εντυπωσιακό «τελικό» της εξάτμισης και το άριστα φινιρισμένο μοτέρ, τους καλούς καθρέφτες και την εξαιρετική θέση οδήγησης (η σέλλα είναι στα 830 mm).
Το όργανο αποτελεί ένα απο τα (ελάχιστα) σημεία διαφοράς με τον μεγαλύτερο αδελφό, αφού δεν είναι το έγχρωμο TFT του Duke 390 του 2018-19 (που αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο αγοράς του!), αλλά μια μονόχρωμη οθόνη LCD, όπου τα μεγέθη των ενδείξεων δεν έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα, παρ’ όλα αυτά όμως οι πληροφορίες είναι πληρέστατες: Εκτός των αναμενόμενων, δηλαδή ταχυμέτρου, οδομετρητών και (μικροσκοπικού) στροφομέτρου, υπάρχει ένδειξη θερμοκρασίας και στάθμης ρεζερβουάρ με προειδοποιητικό φως, ρυθμιζόμενη λυχνία σ.α.λ., ένδειξη σχέσης, ένδειξη κατανάλωσης αλλά και range (χιλιόμετρα που απομένουν, κάτι που θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό). Κανένα σοβαρό παράπονο εδώ, και πάμε στον κινητήρα.
Οπτικά «όμοιος» με του 390, ο κινητήρας του Duke 250 έχει διαστάσεις 72x61,1 mm και 248,8 c.c., έναντι 89x60 mm του μεγαλύτερου μοτέρ. Καμμία σχέση, για όσους φαντάζονται και ελπίζουν διάφορα (!), αλλά κατά τα άλλα έχουμε υδρόψυξη και 4 βαλβίδες με δύο εκκεντροφόρους, καθώς και ψεκασμό Bosch με σώμα αέρα 38 mm, ενώ η συμπίεση παραμένει αρκετά ψηλά στο 12,5:1. Στη μετάδοση έρχεται αυτούσιος ο υποβοηθούμενος συμπλέκτης ολίσθησης, με κιβώτιο έξη σχέσεων σε «κοντή» κλιμάκωση στις τέσσερις πρώτες και αρκετά πιο μακριά σε πέμπτη και έκτη.
Η απόδοση βρίσκεται λίγο ψηλότερα απο τις ανάγκες του νέου αναβάτη, αλλά σίγουρα πολύ χαμηλότερα απο τις δυνατότητες του πλαισίου. Ο κινητήρας δίνει 30 ίππους στις 9.000 σ.α.λ., με ροπή 2,44 kg–m στις 8.000 και όριο σ.α.λ. τις 10.500 (ένδειξη οργάνου). Ολα συμβαίνουν και έρχονται αρκετά ψηλά, ιδίως για μονοκύλινδρο μοτέρ, και η τελική μετάδοση του 3.000:1 με εξωτερικά γρανάζια 42/14, έχει επιλεγεί ακριβώς για να δίνει καλή απόκριση απο χαμηλές σ.α.λ., για την κυκλοφορία στην πόλη. Ετσι, με πρώτη και δευτέρα στο κιβώτιο ο κινητήρας ανταποκρίνεται θετικά απο τις 2.000 σ.α.λ., με τρίτη χρειάζεται 2.500, και με 4η, 5η και 6η το στροφόμετρο πρέπει να ανέβει στις 5.000 σ.α.λ. για να επιταχύνει θετικά η μοτοσυκλέτα (δεν θα το δείτε στην μικροσκοπική μπάρα του οργάνου, αλλά θα νιώσετε την δύναμη!).
Η εξάτμιση μπορεί να είναι εντυπωσιακή, αλλά ο ήχος μένει χαμηλά, και η φιλική ταυτότητα του 250 στην πόλη τονίζεται απο τις εύκολες και θετικές αλλαγές ταχυτήτων χάρις στον νέο πανάλαφρο συμπλέκτη. Οι επιδόσεις κρίνονται επαρκείς για κυκλοφορία αλλά και για εκτός πόλης διαδρομές, με την πρώτη να φτάνει τα 51 χ.α.ω., την δευτέρα τα 74, την τρίτη τα 91, την τετάρτη να φτάνει τα 117 χ.α.ω. (όλες στον “κόφτη” των 10.500 και σε πραγματικά χ.α.ω.), αλλά οι μακρύτερες και σχεδόν “οverdrive” πέμπτη και έκτη ανεβαίνουν πολύ ψηλότερα, στα 141 (10.500 σ.α.λ.) και 148 χ.α.ω. (10.000 σ.α.λ.). Εντυπωσιακή είναι η ακρίβεια του ταχυμέτρου, που έχει πολύ μικρή απώλεια, μόλις 1 χλμ. στην τελική! Αλλά ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η κατανάλωση (ένας παράγοντας που μαζί με την ακρίβεια της λειτουργίας του κιβωτίου ταχυτήτων, μπορεί να δείξει με αλάνθαστο τρόπο την αποδοτικότητα και την ποιότητα των καλών κινητήρων έναντι άλλων, παραδεκτών αλλά κατώτερων, επιλογών).
Η κατανάλωση λοιπόν. Που μέσα στην πόλη, κυμαίνεται απο 2 (δύο!) λίτρα στα 100 χλμ. σε economy run, μέχρι 3,3 lt./100 σε κανονική προς «γρήγορη» οδήγηση, για μέσο όρο κάτω των 3 lt./100 χλμ. Ο γρήγορος υπολογισμός, δείχνει ότι το KTM Duke 250 θα ξεπεράσει τα 400 χλμ. μέσα στην πόλη με το ρεζερβουάρ των 13,4 λίτρων, πριν μπει στη ρεζέρβα. Και πάμε στην Εθνική, όπου με σταθερή ταχύτητα 80 χ.α.ω με έκτη, η κατανάλωση βρίσκεται στα 2,2 lt./100 χλμ. Με 100 χ.α.ω. ανεβαίνει στα 3 lt./100, και με 120 χ.α.ω. (ταχύτητα που φτάνει εύκολα και μπορεί να διατηρήσει) χρειάζεται από 3,3 μέχρι 4,0 lt./100 χλμ., αναλόγως ανωφέρειας ή κατωφέρειας, αντίθετου ανέμου, φορτίου, κτλ. που επηρεάζουν σημαντικά το μικρό μοτέρ.
Η οδήγηση χαρακτηρίζεται απο διασκέδαση και αίσθηση ασφάλειας, καθώς οι στιβαρές αναρτήσεις δίνουν έλεγχο την κάθε στιγμή, και «προστατεύουν» απο τις κακοτεχνίες και τις παγίδες που τόσο ταλαιπωρούν τα δίκυκλα στους δρόμους των πόλεων και των επαρχιών. Οι διαδρομές των 142 mm εμπρός και 150 mm πίσω, σε συνδυασμό με το βάρος των 146 κιλών (το 390 ζυγίζει μόλις ένα κιλό περισσότερο!) κάνουν το Duke 250 ένα «πολυεργαλείο» που αισθάνεται το ιδιο καλά σε κάθε δρόμο και για κάθε χρήση. Οι ευκολίες όπως η «αυτόματη μίζα» (θέλει απλά ένα άγγιγμα στο μπουτόν), οι φωτιζόμενοι διακόπτες, τα καλά χειριστήρια και η πολύ καλή σέλλα, η «συμπαγής» αίσθηση και η μεγάλη ευστάθεια, το καλό φινίρισμα και η εμφάνιση που αφαιρεί τις τελευταίες επιφυλάξεις αγοράς, έρχονται να «καλύψουν» την μέτρια ισχύ (για το σύνολο πλαισίου-αναρτήσεων) όταν ο αναβάτης αποκτήσει εμπειρία και θελήσει κάτι παραπάνω, το εμπρός φρένο που είναι καλό για τα 250 κυβικά αλλά όχι για περισσότερα, και το τιμόνι που δεν κόβει πολύ, πιθανώς επειδή είναι το ίδιο με του 390.
Και στο τελικό ερώτημα του «αν θα το αγοράζαμε», χωρίς να μπούμε στην συζήτηση του «τι παίρνεις με αυτά τα χρήματα σαν μεταχειρισμένο» (γιατί είναι μια ΛΑΘΟΣ συζήτηση, τη στιγμή που μιλάμε για καινούργια μηχανάκια) η απάντηση είναι ΝΑΙ. Αλλά «εμείς», λόγω αυξημένων οδηγικών απαιτήσεων, θα αγοράζαμε το «όμοιο αλλά όχι ίδιο» Duke 390, στα 5.790 Ευρώ. «Εσείς», οι νέοι αγοραστές και αναβάτες που έχετε δίπλωμα Α2, που η εμπειρία σας δεν είναι μεγάλη, που θέλετε μια μοτοσυκλέτα για κυκλοφορία και σταδιακή, σωστή, είσοδο στον όμορφο κόσμο της, και που έχετε κάπου «μπερδευτεί» και «σαστίσει» με τα όσα βλέπετε και διαβάζετε γύρω σας, θα προτιμήσετε σαν πρώτη σας μοτοσυκλέτα το KTM Duke 250 στα πολύ ελκυστικά 4.480 Ευρώ. Και θα το κάνετε όχι μόνο γιατί είναι καλό, γιατί «θα σας μάθει να οδηγείτε» και θα σας κρατήσει ασφαλείς (τα διαβάσατε αυτά πιο πάνω), αλλά γιατί είναι ΚΤΜ! Και πάντα, μα πάντα, είναι προτιμότερο να αγοράζετε μεγάλες φίρμες, απο το να πειραματίζεστε με τα αντίγραφά τους!
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: Μονοκύλινδρος, υδρόψυκτος, 4 βαλβίδες, 2ΕΕΚ
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 72X61,1 mm
ΚΥΒΙΣΜΟΣ: 248,8 c.c.
ΣΥΜΠΙΕΣΗ: 12,5:1
ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ: Ηλ. Ψεκασμός Bosch 38 mm
ΙΣΧΥΣ/Σ.Α.Λ.: 30 ίπποι/ 9.000 σ.α.λ.
ΡΟΠΗ/Σ.Α.Λ.: 2,44 kg–m/8.000 σ.α.λ.
ΜΕΤΑΔΟΣΗ: Συμπλέκτης υποβοηθούμενος, ολίσθησης. Κιβώτιο 6 σχεσεων: 1η 2.8833, 2α 2.066, 3η 1.565, 4η 1.238, 5η1.045, 6η 0.916. Πρωτεύουσα σχέση 3.272. Τελική σχέση 3.000 (γρανάζια 42/14).
ΠΛΑΙΣΙΟ: Ατσάλινο δικτύωμα, βιδωτό υποπλαίσιο, αλουμινένιο ψαλλίδι.
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ: 1357 mm
KΑΣΤΕΡ/ΤΡΕΪΛ: 25 μοίρες/ 95 mm
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ: Εμπρός πηρούνι WP USD 43 mm, διαδρομή 142 mm. Πίσω αμορτισσέρ WP, διαδρομή 150 mm.
ΦΡΕΝΑ: Εμπρός δίσκος 300 mm με δαγκάνα 4 εμβόλων ByBre. Πίσω δίσκος 230 mm.
TΡOXOI: Λάστιχα Pirelli Rosso II 110/70 και 150/60-17
BAΡΟΣ: 146 κιλά.
ΡΕΖΕΡΒΟΥΑΡ: 13,4 κιλά
ΤΙΜΗ: 4.480 Ευρώ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ: ΚΤΜ SEE S.A. Πλαταιών 6, Athens, Greece 10435, ΤΗΛ. 2105540640 www.ktm.com/gr