THE HARD LIFE AND THE UNSUNG DEATH OF MISTER SCOOTER
(Α’ ΜΕΡΟΣ)
-Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος που πίστευε ότι οι μοτοσυκλέτες έπρεπε να μοιάζουν με αυτοκίνητα.
-Και παρ’ ότι τα μηχανοκίνητα «αυτοκίνητα» τροχήλατα ήταν πολύ καινούργια τότε, και τα αποκαλούσαν ακόμα «άμαξες χωρίς άλογα», υπήρξαν πολλοί που συμμερίστηκαν αυτή την άποψη.
-Πέρασαν οι δεκαετίες, ήρθαν κι έφυγαν πόλεμοι και καταστροφές, και σε όλο αυτό το διάστημα «ο κύριος Σκούτερ» ήταν παρών, θεατής χωρίς σημαντικό ρόλο, περιμένοντας την μεγάλη ευκαιρία που θα τον έβγαζε απο την ανωνυμία και θα του έδινε σημαντικό ρόλο στην κοινωνία των ανθρώπων (παρ’ ότι αυτός, ο κύριος Σκούτερ, δεν ήταν παρά ένα ταπεινό, φτηνό, μηχάνημα με δύο τροχούς και «ένα πάτωμα» να τους ενώνει).
-Ο κύριος Σκούτερ «βαφτίστηκε» πριν απο 100 ΑΚΡΙΒΩΣ χρόνια, το 1917, όταν κάποιος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την παραφθορά του ρήματος scout (που απο τα τέλη του 14ου αιώνα σήμαινε «ανιχνεύω», «συγκεντρώνω πληροφορίες»). Τον 18ο αιώνα το ρήμα scout (που είχε σαν επιθετικό προσδιορισμό το scouter = ανιχνευτής), «συμπληρώθηκε» και εκφυλίστηκε σε scoot, με επίθετο το scooter, που σημαίνει «αυτός που φεύγει ξαφνικά και γρήγορα». Αργότερα, το scoot, ή scooter, σήμαινε ακόμα και το να σύρεις “γρήγορα και ξαφνικά” την καρέκλα σου κοντά στο τραπέζι ή στο γραφείο! Προφανής λοιπόν η σύνδεση με τα μικρά, φτηνά δίτροχα, που είχαν ένα μικρό μοτέρ και ήταν γρήγορα και ευκίνητα, με τον οδηγό τους να κάθεται στητός σαν σε καρέκλα, και να έχει ακουμπισμένα τα πόδια του σε ενα επίπεδο πάτωμα. Ο κύριος Σκούτερ είχε μόλις βαφτιστεί!
-Η μεγάλη ευκαιρία του κυρίου Σκούτερ ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 , όταν οι λαοί της Ευρωπης έψαχναν στα ερείπια της βιομηχανίας της τρόπους οικονομικής και αυτόνομης (ατομικής) μτετακίνησης. Στους δύσκολους αυτούς καιρούς, αλλά και για όλο το ‘50 μεχρι και τις αρχές του ’60, ο κύριος Σκούτερ κατάφερε να αποκτήσει όνομα και πολλούς οπαδούς, μόνο που δεν ήταν ακριβώς “πιστοί” αλλά τον επέλεγαν απο ανάγκη. Σταδιακά, οι μοτοσυκλέτες και ακόμα και τα μοτοποδήλατα μπόρεσαν να τον ξεπεράσουν και σύντομα οι άνθρωποι στην Ευρώπη άρχισαν και πάλι να κερδίζουν αρκετά χρήμτα ώστε να στραφούν στα μικρά οικογενειακά αυτοκίνητα. Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία του κυρίου Σκούτερ είχε έρθει και είχε περάσει.
-Ακριβώς τα αυτοκίνητα, ή πιο σωστά ο “υπερπληθυσμός” τους στις Δυτικές κοινωνίες, σε συνδυασμό με το άνοιγμα τεράστιων αγορών στην Ν.Α. Ασία, επανέφεραν τον κύριο Σκούτερ στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αρχικά, στις “αναδυόμενες αγορές” του λεγόμενου τρίτου κόσμου, όπου στην Β. Αφρική επικρατούσαν τα Γαλλικά μοτοποδήλατα (λόγω πρόσφατου αποικιοκρατικού καθεστώτος) και στην Ασία τα “cubs” (όλα πιστά αντίγραφα του πρώτου Honda C50), όσο οι χωματόδρομοι στην έρημο και οι λάσπωμένοι διάδρομοι στα ρυζοχώραφα στρώνονταν με άσφαλτο, η ανάγκη των τροχών μεγάλης διαμέτρου μειωνόταν, και η δημοτικότητα των φτηνών, ντόπιας κατασκευής ή συναρμολόγησης “σκούτερ” αυξανόταν! Όπου υπήρχε άσφαλτος, όπου υπήρχαν μεγαλουπόλεις, μπορούσες να δεις στους δρόμους αλλά και πάνω στα πεζοδρόμια μόνο πεζούς και …σκούτερ! Και επειδή μιλάμε για δεκάδες, εκατοντάδες εκατομμύρια κόσμου, που κάθε μέρα αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερα προβλήματα στην κυκλοφορία εντός των τεράστιων αστικών περιοχών, σύντομα ο κυριος Σκούτερ έγινε ο αναμφισβήτητος “Βασιλιάς της μετακίνησης”, σβήνοντας –κυριολεκτικά!- καθε ανταγωνισμό. Ο κύριος Σκούτερ πλέον δεν είχε έρθει απλώς “για να μείνει”, αλλά για να κυριαρχήσει.
-Σύντομα, “ο κόσμος δεν ήταν αρκετός” για τον κύριο Σκούτερ! Στις μητροπόλεις του “παλαιού κόσμου”, στην Ευρώπη, εκεί που άλλωστε είχε ξεκινήσει την σταδιοδρομία του, έγινε δεκτός με τιμές και ενθουσιασμό πρωτόγνωρο. Οι άνθρωποι δεν τον έβλεπαν πια σαν υποκατάστατο του αυτοκινήτου που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν, αλλά σαν τον Σωτήρα που θα τους απάλλασσε απο αυτό! Ο κυριος Σκούτερ δεν ήταν πια ο εργάτης που δούλευε στα χωράφια της μοτοσυκλέτας, αλλά απέκτησε δικά του κτήματα που ολοένα αυξάνονταν και καλλιεργούνταν απο εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, στο εύφορο έδαφος των πόλεων. Και οι καρποί της μεγάλης σοδειάς δεν άργησαν να φανούν: Ο κύριος Σκούτερ “πλούτισε”, μεγάλωσε, απέκτησε κομψή σιλουέτα και δυνατούς μυς, ντύθηκε με στυλάτα ρούχα, χρησιμοποιούσε ακριβά αξεσσουάρ, και το σπουδαιότερο, γνώρισε τον καλύτερο κόσμο! Έγινε δεκτός στους κύκλους των οικονομικά ισχυρών, απέκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικές εκδηλώσεις, σε Λέσχες και σε clubs, και σύντομα δημιούργησε το δικό του πανίσχυρo lobby που κατάφερε το (φαινομενικά) ακατόρθωτο: Ασκούσε τεράστια επίδραση στην οικονομία (άρα τον αγκάλιασε η βιομηχανία), γιατί είχε την δύναμη των πολλών (καταναλωτών, εννοείται!).
-Ο κύριος Σκούτερ απο την αυγή του 21ου αιώνα και μετά, δεν κύτταξε ποτέ ξανά πίσω. Μόνο μπροστά, όλο πιο ψηλά, όλο πιο δυνατά. Στα πάντα: Στα νούμερα, στην ισχύ (οικονομίας και ίππων!), στην ποικιλία, στην ανάπτυξη. Δεν χρειαζόταν πια “να μετράει μοτοσυκλέτες” για να βλέπει το πόσο μεγάλωσε! Αποτελούσε μια εντελώς ξεχωριστή κατηγορία, που δεν ήταν μοτοσυκλέτα (αλλά έμοιαζε σε πολλά μ’ αυτήν), και δεν ήταν αυτοκίνητο (αλλά “ταυτιζόταν” σε πολλα μ’ αυτό στη συνείδηση του κοινού, υπερέχοντας σε κόστος, οικονομία, ταχύτητα, ευκολία, ευκινησία, εξυπηρέτηση, εξοικονόμηση χρόνου). Και όπως πέρναγε ο καιρός και όλα αυξάνονταν προς το καλύτερο και προς το περισσότερο, νέος κόσμος άρχισε να γλυκοκυττάζει τον κύριο Σκούτερ, γιατί κοντά σε όλα τα παραπάνω πρόσθεσε πια και αξίες και χρήσεις που, μεχρι τότε, ήταν αποκλειστικότητα της μοτοσυκλέτας: Δύναμη, ταχύτητα, εξοπλισμό, ταξίδια! Και σε κάποιες χώρες μικρές, σαν την Ελλάδα ας πούμε, που η οικονομική κρίση τις δέλυσε και τις πέταξε μακριά σαν σκουπιδάκι πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, ο κύριος Σκούτερ κυριολεκτικά “έσωσε την παρτίδα”, δίνοντας λύσεις και “ανάσες” σε αγοραστές και σε εμπόρους. Οι πρώτοι, σίγουρα θα μπορούσαν να βρούν κάτι για να εξυπηρετηθούν μέσα απο την τεράστια γκάμα προσφοράς σε τιμές και μεγέθη που είχε συγκεντρώσει ο κύριος Σκούτερ απο όλα τα μέρη του κόσμου (και κυρίως απο την αχανη Κίνα) για να τον βοηθήσουν. Και οι δεύτεροι, είχαν την ευκαιρία να συνεχίσουν να υπάρχουν και να λειτουργούν με τις πωλήσεις που τους έφερνε ο κύριος Σκούτερ, διατηρώντας έτσι και την μοτοσυκλέτα στο πλάϊ. Την μοτοσυκλέτα που σ’ αυτή τη χώρα οφείλει πολλά στον “ισότιμο συνάδελφο” και όχι πλέον μόνο “εργάτη και υπάλληλο” κύριο Σκούτερ.
-Όλα καλά λοιπόν στην εποχή θριάμβου και καθολικής επικράτησης του κυρίου Σκούτερ; Οχι! Παρά τις επιτυχίες στους αριθμούς, ο κύριος Σκούτερ συνειδητοποίησε με πίκρα ότι συνέχισε να δουλεύει σκληρά όλη μέρα-κάθε μέρα, ότι ο κόσμος δεν τον φρόντιζε όσο έπρεπε σε διατροφή, σε συντήρηση, σε καθαριότητα, και ότι όταν τα χρόνια περνούσαν και η χιλιομετρική ηλικία του μεγάλωνε, τον εγκατέλειπε στην πρώτη σοβαρή επιπλοκή της μηχανικής του υγείας και τον άφηνε να πεθάνει και να διαλυθεί μέσα στη σκόνη και στη βουή των λεωφόρων, εγκαταλελειμένο έξω απο κάποιο συνεργείο. Ω, ναι, ο ιδιοκτήτης του είχε πει ότι θα τον πήγαινε κάπου για να τον κάνουν ξανά δυνατό “σαν καινούργιο” και ότι σύντομα θα ερχόταν να τον ξαναπαρει σπίτι. Ομως, τις περισσότερες φορές δεν επέστρεφε ποτέ… Και ο κύριος Σκούτερ πληγωνόταν όπως έβλεπε τους ηλικιωμένους συγγενείς του πεταμένους στα πεζοδρόμια, με μια άφωνη κραυγή εγκατάλειψης, κάποτε δεμένους με μια σκουριασμένη αλυσσίδα σε κάγκελα και κολώνες αλλά πιο συχνά παραδομένους στον πρώτο πιτσιρικά που έκλεβε, αφαιρούσε, έσπαγε και βανδάλιζε αλύπητα τα απομεινάρια αυτού του, μέχρι μόλις χτες, πιστού και χρήσιμου εργάτη της μετακίνησης. Ο κύριος Σκούτερ έβλεπε με σφιγμένη καρδιά τις ξεκοιλιασμένες σέλλες, τα ξεθωριασμένα χρώματα, τα σπασμένα πλαστικά, τα διαλυμένα μοτέρ που δεν θα δούλευαν ποτέ ξανά, ίσως από κάποιον κακό μάστορα ή άκαρδο ιδιοκτήτη, ίσως και από κάποιο ανταλλακτικό, που είτε δεν υπήρχε είτε ήταν πολύ ακριβό για την, σχεδόν μηδενική, αξία του οχήματος. Ενός οχήματος που είχε λιώσει τον πλαστικό ατέρμονα του κοντέρ του σε ατέλειωτα και δύσκολα χιλιόμετρα “τέρμα γκάζι” στην πόλη, για περισσότερα χρόνια απ΄όσα ο μηχανικός του εγκέφαλος μπορούσε να μετρήσει. “Τι κρίμα…”, σκεφτόταν τότε ο κύριος Σκούτερ. “Τι άδοξος θάνατος, ύστερα απο μια τόσο σκληρή ζωή…”.
Δ.Π.
(ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ ΣΤΙΣ 27/6)