MA, ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΤΕ, ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, ΚΥΡΙΕ ΤΖΟΝΑΘΑΝ;
Εκείνο το βροχερό πρωϊνό στην Βόρεια Ιρλανδία του 1974,o John Rea, ένας σοβαρός κύριος που πλησίαζε τα 50 του χρόνια, χτύπησε την πόρτα ενός διώροφου σπιτιού κοντά στο κέντρο του Μπέλφαστ, και εξήγησε ευγενικά στην νοικοκυρά που του άνοιξε, ότι είχε δεί την αγγελία της στην εφημερίδα και ήθελε να νοικιάσει ένα δωμάτιο σαν γραφείο και έδρα της επιχείρησης μεταφορών που σκόπευε να ξεκινήσει.
Εκείνο το βροχερό πρωϊνό, κάπου κοντά στο κέντρο του Μπέλφαστ, ο John Rea δεν μπορούσε να φανταστεί ότι, πέρα απο τα φορτηγά του, είχε ταυτόχρονα “πατήσει τη μίζα” της Ιστορίας της Μοτοσυκλέτας, που άρχισε να γράφει δύο πολύ σπουδαία “κεφάλαιά” της.
“ΓΟΝΙΔΙΑ” ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ (JOHN) ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (JOHNNY)
Όπως η επιχείρηση μεταφορών μεγάλωνε, φορτηγό μετά το φορτηγό, σε μια Βόρεια Ιρλανδία που συγκλονιζόταν απο τις ταραχές της περιόδου του IRA και του πραγματικού “πολέμου” που διεξαγόταν στους δρόμους και στα σοκκάκια της πρωτεύουσας με τους στρατιώτες του Στέμματος, ο John Rea έκανε δύο πολύ σημαντικές κινήσεις, σε εντελώς διαφορετικά πεδία. Η πρώτη, ήταν επαγγελματική: Έφερε την πρώτη νταλίκα-ψυγείο σε ολόκληρη την Ιρλανδία (δείγμα του πόσο “πίσω” ήταν τότε η μικρή νησιωτική χώρα). Η δεύτερη, ήταν να ικανοποιήσει το πάθος της καρδιάς του, που δεν ήταν άλλο απο τους αγώνες μοτοσυκλέτας! Και επειδή ο ίδιος δεν ήταν αγωνιζόμενος, αποφάσισε να στηρίξει ένα γρήγορο νεαρό απο μια φιλική οικογένεια του κοντινού χωριού Ballymore, σαν κύριος χορηγός του, δίνοντάς του τη δυνατότητα για το μεγάλο άλμα πάνω απο τη θάλασσα, για το Isle of Man TT, τον πιο διάσημο αγώνα του κόσμου για κάθε Βρεττανό και σίγουρα για κάθε παράτολμο Ιρλανδό αναβάτη. Το όνομά του νεαρού ήταν Joey Dunlop, και κυρίως χάρις στις νίκες του στο Isle of Man και στα (εξ΄ίσου επικίνδυνα) οδικά σιρκουί της Ιρλανδίας, θεωρείται σαν ένας απο τους κορυφαίους αναβάτες της Ιστορίας: Δεύτερος πίσω απο τον Βαλεντίνο Ρόσσι για τους Βρεττανούς, πρώτος και με διαφορά για τους Ιρλανδούς. Ο John Rea, εκτός απο χορηγός ήταν και προπονητής, εμψυχωτής και βοηθός του Dunlop, ένας πραγματικός “δεύτερος πατέρας” του σπουδαίου αυτού αναβάτη, που γιόρτασε μαζί του την πρώτη του νίκη στο “Νησί” το 1977 με μια YamahaTZ 750. Ήταν η πρώτη απο τις 26 που θα ακολουθούσαν, με τρείς “τριπλές” νίκες (hat tricks) to 1985, 1988 και 2000 (αυτή η τελευταία σε ηλικία 48 ετών, και ένα μήνα πριν χάσει τη ζωή του σε ένα διεθνή αγώνα “οδικού σιρκουί” στο Ταλίν της Εσθονίας με μια Honda RS 125).
O John Rea, παππούς του Jonathan, ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε τον Joey Dunlop να ξεκινήσει την σπουδαία καριέρα του, με την πρώτη νίκη στο Isle of Man το 1977.
Το δεύτερο κεφάλαιο στην αγωνιστική Ιστορία που θα μας φέρει στο σήμερα, άνοιξε με την γέννηση του γιού του John Rea το 1962, που πήρε το όνομά του (John Rea junior) και μεγάλωσε ακολουθώντας τον πατέρα του και τον Dunlop στις –συνήθως- υγρές Ιρλανδικές πίστες. Και επειδή το πάθος της μοτοσυκλέτας ήταν κληρονομικό, ο μικρός John άρχισε απο νωρίς να τρέχει, και όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία δημιουργήθηκε η Rea Racing: Η οικογένεια μπορούσε πιά να ασχοληθεί απ’ ευθείας με τους αγώνες μοτοσυκλέτας, έχοντας ένα δικό της μέλος σαν αγωνιζόμενο! Ο νεαρός Johnny Rea ήταν πολύ καλός αναβάτης και αρκετά γρήγορος ώστε να κατακτήσει13 Ιρλανδικά Πρωταθλήματα σε διάφορες κατηγορίες, αλλά η μεγαλύτερη στιγμή στην καρριέρα του ήταν αναμφίβολα η νίκη του στο Isle of Man Manx GP τo 1989.
ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ, ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ…
Γιά τους νεαρούς Ιρλανδούς, η μοτοσυκλέτα ήταν το όνειρο και το μέσο να ξεχωρίσουν, να κάνουν όνομα, να γίνουν “κάποιοι”. Παράτολμοι, πεισματάρηδες, και συνηθισμένοι στην σχεδόν μόνιμη βροχή, που κάνει τους αγρούς και τα βουνά του νησιού τους να ζουν μια αιώνια, καταπράσινη, “άνοιξη”, έχουν αναπτύξει ξεχωριστές ικανότητες οδήγησης ελέγχοντας το γλύστρημα των τροχών τους όπως οδηγούν με τέρμα γκάζι ανάμεσα στα πεζοδρόμια, τα δέντρα, τους πέτρινους μαντρότοιχους και τις αγροικίες των “οδικών σιρκουϊ”, όπως π.χ. το Ulster 200 GP στο Dunrod, το North West 200 και τους 15 ακόμα αγώνες σε δημόσιους δρόμους που γίνονται μέχρι και σήμερα, που ξεχωρίζουν τα παιδιά απο τους άντρες. Το τρίωρο ταξίδι με το φέρρυ απο την γή των ξωτικών στο νησί των “ψυχών των χαμένων μοτοσυκλετιστών”, ήταν μια κίνηση λογική όσο και αναπόφευκτη για κάθε Ιρλανδό αναβάτη, που μπορεί να κέρδιζε έτσι και το εισιτήριο για την διεθνή σκηνή, μπορεί όμως αντί γι’ αυτό να επιβιβαζόταν “στο πλοίο της μη επιστροφής”, για να πάει συναντήσει τους χαμένους παιδικούς του φίλους. Διαφορά καμμία δεν υπήρχε για τους ατρόμητους Ιρλανδούς οδηγούς, οι καιροί όμως πήραν σιγά-σιγά να αλλάζουν.
JONATHAN REA, ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ: ΑΠΟ ΤΟ PEE WEE ΣΤΟ ΜΧ!
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1987, ο Johnny Rea και η γυναίκα του Claire καλωσόρισαν τον ερχομό του δεύτερου παιδιού τους στον κόσμο, που ήταν κι αυτό αγόρι σαν τον πρωτότοκο Christofer. Επειδή ήδη υπήρχαν δύο “Τζώνηδες” στην οικογένεια, τον βάφτισαν Jonathan, ενώ η οικογένεια μεγάλωνε συνεχώς, πρώτα με τον ερχομό του τρίτου αδελφού Richard και τέλος με την μοναχοκόρη Chloe. Απο το 1981 η εταιρεία μεταφορών Rea Transport είχε πουληθεί, και μια νέα, ακόμα πιο επιτυχημένη εταιρεία δημιουργήθηκε απο τον “παππού” John (senior), η Rea Distribution (μεταφορική βαρέων φορτίων, courier, logistics και συνεργάτης μεγάλων μεταφορικών της Μ. Βρεττανίας με αποκλειστικότητα για την Ιρλανδία). Η οικογενειακή αυτή επιχείρηση όμως “ορφάνεψε” το 1993 χάνοντας τον ιδρυτή της, με τον θάνατο του John Rea σε ηλικία 67 ετών. Ο Johnny ανέλαβε τα ηνία στα 31 του, ενώ συνέχισε τους αγώνες ταχύτητας, κάτι που παρά τις αυξημένες ευθύνες και την μεγάλη οικογένειά του, θεωρούσε απόλυτα φυσικό, όπως και η γυναίκα του. Αλλά ήδη, όλοι οι Rea (και οι στενοί τους φίλοι) είχαν αντιληφθεί ότι ανάμεσά τους μεγάλωνε ένα παιδί που επρόκειτο να πάει ψηλότερα απο όλους: Ο Jonathan!
O Johnny και η Claire Rea, θεωρούσαν την μοτοσυκλέτα σαν απαραίτητο και αναπόσπαστο τμήμα της σωστής διαπαιδαγώγησης! ‘Ετσι, ο Jonathan δεν είχε ακόμα κλείσει τα τρία του χρόνια όταν ξεκίνησε να οδηγεί μικρό μηχανάκι (ένα Yamaha Pee Wee 50, όπως δεκάδες χιλιάδες άλλα παιδάκια πριν και μετά απο αυτόν), πριν ακόμα πάρει το πρώτο του πατίνι ή ποδήλατο! Οι γονείς του έκαναν το ίδιο για όλα τα παιδιά τους, χωρίς να εξαιρεθεί και το κορίτσι τους, και η μητέρα τους τα πήγαινε σε χωμάτινες πίστες και τα παρακολουθούσε “να παίζουν” με τα mini MX, όπως οι άλλες μανάδες πηγαίνουν στα πάρκα και στην παιδική χαρά! Στα έξη του ο Jonathan συμμετείχε ήδη σε αγώνες Motocross κατηγορίας Junior, δείχνοντας μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά απο ότι τα αδέλφια του: Ήθελε μόνο να κερδίζει, και όταν έχανε περνούσε τις επόμενες μέρες ψάχνοντας να βρεί τι τον έκανε να χάσει και πως θα κέρδιζε την επόμενη φορά. Στα 10 του είχε εμπλακεί σοβαρά στο Βρεττανικό Πρωτάθλημα ΜΧ 60c.c. καταφέρνοντας να φτάσει μέχρι την δεύτερη θέση -οι τίτλοι είχαν αρχίσει απο τότε να του “ξεφεύγουν παρά λίγο”!
Πριν συμπληρώσει τα 14 χρόνια του, και παράλληλα με το σχολείο, ο Jonathan έγινε “ημι-επαγγελματίας” αναβάτης MX, ανεβαίνοντας τις κατηγορίες, έχοντας σποραδικές επιτυχίες αλλά όχι και Πρωτάθλημα. Στο μεταξύ όλη η οικογένεια ασχολείτο πλέον με την επιχείρηση που συνέχισε να μεγαλώνει, και ο Johnny Rea αποφάσισε να κρεμάσει γάντια και φόρμα και να σταματήσει τους αγώνες, έχοντας περάσει την σκυτάλη στον Jonathan.
Στην Ιρλανδία, στην επαρχία της Αntrim (μία απο τις 6 της Βόρειας Ιρλανδίας και τις 32 ολόκληρου του νησιού) γύρω στα 45 χιλιόμετρα απο το Μπέλφαστ και σε ένα προστατευμένο μυχό, βρίσκεται η κωμόπολη του Larne (18.000 κάτοικοι), που χαρακτηρίζεται σαν “σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο”. Στα μισά της διαδρομής μεταξύ Μπέλφαστ και Λάρνε, πάνω στο ποτάμι Six miles, ένα παλιό μεσαιωνικό “πέρασμα” των οδοιπόρων ταξιδιωτών που ονομαζόταν Ballyclare, μεταβλήθηκε με τα χρόνια σε χωριό και σε μικρή πόλη, με πληθυσμό σήμερα περίπου 8.000 κατοίκων. Εκεί ζουν οι Rea, εκεί μεγάλωσε ο Jonathan, και οι δάσκαλοι, οι καθηγητές αλλά και οι συμμαθητές του, έχουν να λένε για έναν μαθητή του άριστα (Α+), που προσέγγιζε τα πάντα με σοβαρότητα και σύστημα, ενώ ποτέ δεν “παινεύτηκε” ή δεν συζητούσε καν τις επιτυχίες του στους αγώνες μοτοσυκλέτας με τα άλλα παιδιά. Σύντομα έγινε φανερό ότι η οικογενειακή επιχείρηση δεν ενδιέφερε τον Jonathan, που πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο έψαχνε υποστηρικτές για να χρηματοδοτήσουν το επόμενο βήμα του, πάντα στο Motocross αλλά σε διεθνές επίπεδο.
H ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ RED BULL ROOKIES: ΑΠΟ ΤΟ ΜΧ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ!
Το 2002, ο Jonathan Rea είναι 15 ετών, και χωρίς να έχει βρεί υποστηρικτή για την επόμενη χρονιά, βλέπει στην εφημερίδα (προφανώς στο MCN!) την αγγελία της Red Bull για το Red Bull Rookies race programme. Μια και δεν είχε τίποτα να χάσει, αποφασίζει να συμπληρώσει και να στείλει μια αίτηση, που πίστευε ότι δεν θα γίνει δεκτή, αφού δεν είχε εμπειρία απο αγώνες ταχύτητας σε πίστα. Κι όμως, ίσως λόγω Ιρλανδικής καταγωγής, ίσως γιατί ήταν όντως πολύ καλός, η Red Bull τον επέλεξε ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες αιτήσεις! Έτσι, πέντε χρόνια μετά την πρώτη και μοναδική του επιτυχία (της δεύτερης θέσης στο Βρεττανικό Πρωτάθλημα ΜΧ 60), ο Jonathn Rea στα 16 του, βρίσκεται στη σέλλα ενός Honda RS 125 στο Βρετανικό Πρωτάθλημα ταχύτητας του 2003. Στην απόφαση αυτή, τον βοήθησαν (και σε μεγάλο βαθμό τον οδήγησαν) οι φίλοι και συμπατριώτες του Eugene και Michael Laverty. Αλλά πρέπει να πούμε ότι πέρα απο τις οδηγικές του ικανότητες, ο Jonathan βρέθηκε σε μια ιδιαίτερα θετική συγκυρία που βοήθησε την καρριέρα του στα πρώτα δύσκολα και ευαίσθητα (λόγω του ότι ήταν μόλις 16 ετών όταν έγινε επαγγελματίας!) βήματα: Το πρώτο ήταν ότι η Red Bull στις αρχές του 2000 είχε συνεργαστεί με την Honda UK ειδικά για την Μεγάλη Βρεττανία, με στόχο να “ανακαλύψουν” και να βοηθήσουν νεαρά ταλέντα, που πιθανόν θα ανέβαιναν απο τα 125 στα Supersport 600 και στη συνέχεια στο Βρεττανικό Πρωτάθλημα Superbike, ενώ αν όλα πήγαιναν καλά υπήρχε η ελπίδα “ότι μια μέρα ίσως βρεθούν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike, που αποτελεί την κορωνίδα του επαγγέλματος ενός αναβάτη αγώνων ταχύτητας”, όπως δήλωνε η Linda Pelham, υπεύθυνη του αγωνιστικού τμήματος της Red Bull στα τέλη του 2003. Το δεύτερο “δυνατό” σημείο του Rea, ήταν η ηλικία του: Το 2002, όταν επελέγη απο την Red Bull για το Rookies Race Programme, ήταν μόλις 15 ετών.
Ο Jonathan Rea το 2003, στην πρώτη του χρονιά σε αγώνες ταχυτητας στο Βρετανικό Πρωτάθλημα, με την υποστήριξη της Red Bull και Honda RS 125.
“Η πολύ νεαρή ηλικία των αναβατών είναι κάτι ΠΟΛΥ σημαντικό για την Honda Racing UK, γιατί θέλουμε να αναπτύξουμε προγράμματα ανάδειξης νέων ταλέντων όπως γίνεται στην Ισπανία και στην Ιταλία”, έλεγε την ίδια χρονιά (2003) ο Neil Tuxworth, team manager της Ηonda. O 16άχρονος Rea είχε ήδη τρέξει ένα χρόνο με το Honda RS 125 στο Βρεττανικό Πρωτάθλημα 125, αλλά παρά έναν τραυματισμό που δεν του επέτρεψε να φέρει αποτελέσματα, είχε κάνει πολύ θετική εντύπωση στους υπευθύνους της Red Bull, που αποφάσισαν να τον διατηρήσουν στην ομάδα και μάλιστα να τον “προαγάγουν” στο Βρεττανικό Πρωτάθλημα Supersport με CBR 600, πλάϊ στον Πρωταθλητή Κarl Harris (Πρωταθλητής Ευρώπης Superstock 1999, και Πρωταθλητής Αγγλίας Supersport 2001, 2003 και 2004. Σκοτώθηκε το 2014 στο Isle of Man, στην δεύτερη συμμετοχή του στο ΤΤ).
RED BULL KAI HONDA ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ REA!
Ήταν η καταγωγή του (Ιρλανδία); Ήταν η αγωνιστική προϊστορία της οικογένειάς του, με την Rea Racing; Ήταν η αποφασιστικότητα, ο χαρακτήρας του και η προσήλωσή του στο στόχο (που ήταν μόνο η νίκη), στοιχεία που τον διέκριναν απο τις πρώτες μέρες του στο ΜΧ; Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, ο Jonathan Rea στα 16 του χρόνια μόλις, είχε ήδη αγωνιστική εμπειρία μιάς δεκαετίας (!) και την υποστήριξη της Red Bull Motorsport και της Honda Racing! Το θέμα λοιπόν δεν ήταν αν θα έφτανε ψηλά, αλλά ΠΟΣΟ ψηλά!
O Rea το 2004, στο Βρετανικό πρωτάθλημα Supersport 600, πάντα με Honda.
Το 2004 πέρασε χωρίς επιτυχίες για τον νεαρό Jonathan, αλλά οι υποστηρικτές του είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν να τον στηρίζουν και να επενδύουν επάνω του. Έτσι η Red Bull το 2005 έφτιαξε μια ομάδα Superbike ειδικά για να τρέξει ο Rea στο Βρετανικό Πρωτάθλημα Superbike, την Red Bull Honda!
H Red Bull πίστευε τόσο πολύ στον Rea, ώστε δημιούργησε την ομάδα Red Bull Honda ειδικά για αυτόν ώστε να τρέξει στο Βρετανικό πρωτάθλημα Superbike (BSB). Από τότε ονειρευόταν την κατάκτηση ενός παγκόσμιου τίτλου!
Ο Jonathan Rea ήταν τώρα 18 ετών, και έγινε ο νέωτερος αναβάτης που πήρε pole position στο BSB, ενώ οι συνομήλικοί του αγωνίζονταν κυρίως στα Supersport. Το 2006 συνέχισε στα ΒSB με την Red Bull Honda, ενώ ο Καλ Κράτσλοου (δύο χρόνια μεγαλύτερός του), ο Τομ Σάϊκς (το ίδιο) και ο Γιουτζήν Λάβερτυ (ένα χρόνο μεγαλύτερος) κατακτούσαν τις τρείς πρώτες θέσεις στο Πρωτάθλημα Supersport. Ο Rea όμως στόχευε πιο ψηλά, και πίστευε ότι του ταίριαζαν καλύτερα τα Superbike παρά τα Supersport. To 2007 ανεβαίνει βαθμίδα, και πηγαίνει σαν “εργοστασιακός” στην επίσημη ομάδα της Honda Racing, πάντα για το ΒSB. Παρά τα αποτελέσματα, που ήδη είχαν αρχίσει να αποδίδονται στην υστέρηση της εξέλιξης της Fireblade, ο Rea θεωρείται σοβαρός και συνεργάσιμος, ικανός να πάει γρήγορα με μοτοσυκλέτα που “υστερεί” και βέβαια ελπιδοφόρος λόγω της νεαρής ηλικίας του (20 στα 21), που και τότε όπως και σήμερα αποτελεί το ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ στοιχείο επιλογής αναβατών. Tα τρία χρόνια του στο BSB, που θα μπορούσαν ίσως να τον έχουν οδηγήσει στον τίτλο με μια άλλη μοτοσυκλετα, απέδωσαν 5 μόνο νίκες σε 50 αγώνες! Το πείσμα και η ταχύτητά του όμως του έδιναν συνεχώς καλούς τερματισμούς, κι έτσι στην πρώτη του χρονιά τερματίζει 4ος στην βαθμολογία, ενώ το 2007 με την εργοστασιακή Fireblade έρχεται δεύτερος στο Βρετανικό Πρωτάθλημα. Ο Jonathan όμως, απο μικρό παιδί, απο τότε που έβλεπε και θαύμαζε τον Joey Dunlop αλλά μάζευε τις αφίσες του Κέβιν Σβαντς, είχε το όνειρο και την πίστη ενός παγκόσμιου τίτλου. Το να μείνει και να κερδίσει το Βρεττανικό Πρωτάθλημα δεν τον ενδιέφερε πολύ, αφού ήταν αρκετά έξυπνος και έμπειρος για να ξέρει ότι έπρεπε να κάνει την μετάβαση στο Παγκόσμιο νωρίς, όσο πιο νωρίς ήταν δυνατόν! Έτσι, για το 2008 και με την “αβάντα” των ισχυρών χορηγών του, υπογράφει τριετές συμβόλαιο με την Ολλανδική Honda Ten Kate, που προέβλεπε μια χρονιά (2008) στο Παγκόσμιο Supersport 600, και δύο (2009 και 2010) στο Παγκόσμιο Superbike, φυσικά με εργοστασιακές Honda.
Και η μεγάλη στιγμή ήρθε: O Jonathan Rea ανεβαίνει στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike, με την Honda Ten Κate.
Σε αυτό το σημείο και ακριβώς σ’ αυτή τη χρονική στιγμή, είναι βέβαιο ότι ο Rea θα επέστρεφε νοερά τα επόμενα χρόνια, και θα αναρωτιόταν αν η απόφασή του να συνεχίσει με την Ηonda στα Supersport το 2008 και να απορρίψει την πρόταση της εργοστασιακής Xerox Ducati που θα τον έστελνε κατ’ ευθείαν στo Παγκόσμιο Superbike στη σέλλα μιάς απο τις πιο ανταγωνιστικές μοτοσυκλέτες που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, ήταν η σωστή. Ποιός μπορεί να ξέρει αν ο συνδυασμός του “σκεπτόμενα γρήγορου” Ιρλανδού με την Ιταλική βολίδα δεν οδηγούσε και τους δύο απο τότε στην κορυφή, και αν το όνομα Rea δεν είχε εδώ και χρόνια φιγουράρει στις κατατάξεις του ΜotoGP, αντί να βρίσκεται στην waiting list των υποψηφίων, μιας waiting list που ολοένα μακραίνει σε ονόματα και μικραίνει σε ηλικίες…
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΩΝ WSBK, ΚΑΙ Η “ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗ”! (Η HONDA ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ FIREBLADE, KAΙ TA ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΑΝΕ)
Η Honda έχει αναπτύξει μέσα στα χρόνια μια σχέση “πάθους και μίσους” με το παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike, “επιμένοντας” να έχει τον ρόλο του αουτσάϊντερ, αλλά και να παίζει με τους δικούς της τεχνολογικούς όρους. Απο το 1977 μέχρι το 1990, υπήρχε το “Παγκόσμιο” Πρωτάθλημα Formula TT, με την κορυφαία απο τις τρείς κλάσεις του, την Formula ΤΤ 1, να αφορά τετράχρονες μοτοσυκλέτες 600 έως 1000c.c. μέχρι το 1983, και έως 750c.c.απο το 1984 και μετά. Η Formuila TT αρχικά ήταν μια κίνηση της F.I.M. που αποσκοπούσε στο να εξευμενίσει τους Βρεττανούς για την κατάργηση του Isle of Man απο το ημερολόγιο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, για προφανείς λόγους: Ηταν θανατηφόρα επικίνδυνο, και τα εργοστάσια αλλά και οι κορυφαίοι αναβάτες της εποχής δεν ήθελαν πια να παίρνουν το ρίσκο. Με τα δίχρονα 500 να έχουν μονοπωλήσει το Παγκόσμιο GP, η Formula TT 1 παρέμεινε σαν η μοναδική αγωνιστική έκφραση των τετράχρονων μοτοσυκλετών, και σύντομα αυξήθηκαν οι αγώνες σε 8 ετησίως, ενώ αποτέλεσε τον προπομπό των Superbike. To 1988 θεσπίστηκε το Παγκόσμιο Πρωταθλημα Superbike, και το 1990 η Formula TT 1 συμπτύχθηκε μαζί του.
Ο Joey Dunlop σάρωσε τους τίτλους Formula TT 1 την δεκαετία του 1980, με την Honda RVF.
Η Honda με τις εργοστασιακές της RVF 750 και αναβάτες κορυφής σαν τον Joey Dunlop και τον Carl Fogarty, αλλά και στις αρχές του θεσμού τους Φιλ Ρηντ και Ρον Χάσλαμ, κατέκτησε τους 10 απο τους 13 τίτλους της F1 TT (!), και συνέχισε απτόητη με τους νέους κανονισμούς των Superbike, κερδίζοντας εύκολα τους παρθενικούς τίτλους του θεσμού το 1988 και το 1989 με την V-4 RC 30 750 και τον Αμερικανό Φρεντ Μέρκελ, έναν πραγματικά ταλαντούχο αναβάτη που θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καρριέρα και στα GP. Σύντομα όμως, οι κανονισμοί της F.I.M. που επέτρεπαν στις δικύλινδρες μοτοσυκλέτες να έχουν κυβισμό έως 1000c.c., άνοιξαν την λεγόμενη “εποχή Ducati”.
O Fred Merkel κατέκτησε τους δύο πρώτους τίτλους του νεοσύστατου πρωταθλήματος Superbike (1988 και 1989) με την Honda RC 30.
Ενώ τα άλλα Ιαπωνικά εργοστάσια “απάντησαν” με νέες, εξελιγμένες τετρακύλινδρες εν σειρά, η Honda επέμενε στην σχεδίαση V4, και παρουσίασε την RC 45 750, που όμως θα χρειαζόταν την οδηγική ευφυία και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο ενός Τζων Κοσίνσκυ για να φτάσει μία και μόνη φορά στον τίτλο, το 1997, 8 χρόνια μετά την τελευταία επιτυχία του Φρεντ Μέρκελ! Η Honda, που ταυτόχρονα θριάμβευε στο Παγκόσμιο GP 500 με δίχρονα, δεν ήταν συνηθισμένη να χάνει και γι’ αυτό σχεδίασε μια ολοκαίνουργια μοτοσυκλέτα, την VTR 1000 SP (RC 51) που εκμεταλλευόταν τους ευνοϊκούς κανονισμούς της F.I.M. για τα δικύλινδρα, και ήταν ακριβώς δικύλινδρη σχήματος V με 1000 κυβικά. Την πρώτη κιόλας χρονιά, το 2000, κατέκτησε τον τίτλο με τον Κόλιν Έντουαρντς, και το επανέλαβε το 2002 με την VTR 1000 SP-2.
O Colin Edwards, Παγκόσμιος πρωταθλητής το 2000 και το 2002 με την Honda VTR 1000 SP/SP2.
Στη συνέχεια όμως, οι κανονισμοί της F.I.M. άλλαξαν και πάλι επιτρέποντας και στις τετρακύλινδρες μοτοσυκλέτες να έχουν 1000c.c. (με υψηλότερο βάρος). Η Honda τότε δεν δίστασε “να σκοτώσει” το project VTR 1000, και να κατεβάσει μια εργοστασιακή έκδοση της ένδοξης Fireblade παραγωγής, που απο το 1992 είχε “ξαναγράψει” τους κανόνες ισχύος και βάρους των Supersport μοτοσυκλετών του λίτρου. Ο συνδυασμός της νίκης στο Παγκόσμιο με την μοτοσυκλέτα παραγωγής που διαθέτει προς πώληση στους ιδιώτες ήταν ακαταμάχητος, όμως η Fireblade ήταν ήδη μια σχεδίαση δέκα ετών, απέναντι σε ανταγωνισμό που είχε προχωρήσει πολύ! Οι ποιότητες της μοτοσυκλέτας, σε συνδυασμό με την αγωνιστική προσπάθεια του εργοστασίου, της επίσημης ομάδας Τen Kate και του απαράμιλλου ταλέντου του James Toseland (τότε μεγάλη Βρεττανική ελπίδα και για τα GP), κατάφεραν να χαρίσουν ένα ακόμα τίτλο στο Big H (και τον μοναδικό στην Ιστορία της Fireblade 900/1000 RR!) το 2007.
To 2008 ο Rea μπαίνει για πρώτη φορά στον κόσμο του Παγκοσμίου, έστω και απο την πλάγια πόρτα των Supersport. Ο Αυστραλός Αντριου Πιτ στέφεται Πρωταθλητής 600 με 5 νίκες, αλλά ο Rea κερδίζει τρείς αγώνες και έρχεται δεύτερος στο Πρωτάθλημα. Οι πιθανότητες να το κατακτήσει τον επόμενο χρόνο είναι όλες δικές του, αλλά όχι, ο στόχος του είναι το Παγκόσμιο Superbike! Έχει αποδείξει ότι μπορεί να κερδίσει σε όποια Κατηγορία κι αν αγωνιστεί, και στο τέλος της χρονιάς, βάσει συμβολαίου, συμμετέχει στον τελευταίο αγώνα των Superbike στην Πορτογαλία, τερματίζοντας 4ος και 15ος στα δύο σκέλη.
O Jonathan Rea ήταν ο κορυφαίος αναβάτης της Honda στα Superbike από το 2009 μέχρι το 2014, αλλά η Fireblade 1000 δεν τον βοηθούσε να φτάσει στον τίτλο.
Το 2008 ήταν η χρονιά που η Honda είχε καταβάλλει πρωτοφανή προσπάθεια στo Παγκόσμιο Superbike, επιστρατεύοντας όλους τους αναβάτες της σχεδόν! Η Ten Kate στη θέση του Toseland είχε προσλάβει τον έμπειρο αναβάτη GP Κάρλος Τσέκα, και κοντά του τους Ρουίτσι Κιγιονάρι (Πρωταθλητή BSB 2006 και 2007) και Κενάν Σοφύογλου, μαζί με τις έκτακτες εμφανίσεις των Rea και Μπάουερ. Η HM Plant Honda είχε τους Κράτσλοου (που την επόμενη χρονιά θα κατακτούσε το Παγκόσμιο Supersport 600) και Λέον Χάσλαμ, και η D.F. Racing τον Καρλ Μάγγεριντζ (πρωταθλητή Supersport 2004). Αυτή η “dream team” όμως δεν κατάφερε παρά να δώσει την τρίτη θέση στο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών SBK στη Honda πίσω απο την Ducati και την Yamaha, ενώ στο Πρωτάθλημα Οδηγών ο Τσέκα ήταν τέταρτος έχοντας σημειώσει μόνο δύο νίκες. Ο Rea μάλλον θα είχε καταλάβει ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά ίσως να είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του για την επόμενη χρονιά, το 2009.
ΠΩΣ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ, Μr. REA?
Αναντίρρητα, είναι ένα θέμα. Ποιό; Το να έχεις ένα δυσκολοπρόφερτο όνομα, ή αντίθετα, ένα εύκολο όνομα με τρία γράμματα καλή ώρα, που όμως να μην το προφέρει ο κόσμος σωστά! Για το Jonathan κανένα πρόβλημα: Τζό-να-θαν, όπως Ιωνάθαν. Αλλά το Rea; Λοιπόν: Σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Αγγλικής στις περισσότερες περιοχές της Μ. Βρετανίας, των Η.Π.Α., του Καναδά και της Αυστραλίας, το Rea προφέρεται Ρήα, δηλαδή όπως ακούγεται (πέρα απο τους Ισπανόφωνους που πιθανόν να το προφέρουν Ρέα, τους Γάλλους που θα το πουν Ρα, κτλ.). Όμως το όνομα Rea που είναι Κελτικής προέλευσης, στην Ιρλανδία προφέρεται Ρέϋ (Ray) και αυτή είναι η μόνη σωστή προφορά του, ή τουλάχιστον έτσι το προφέρουν όσοι ονομάζονται Rea, όπου κι αν κατοικούν. Έχοντας λοιπόν απαντήσει σε ένα ζήτημα που το δίχως άλλο θα σας έχει σοβαρά απασχολήσει, ανεβαίνουμε ξανά στην time machine, με σημείο προορισμού το Παγκόσμιο SBK του 2009.
ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ (ΑΛΛΑ “ΚΑΛΟΠΛΗΡΩΜΕΝΑ”) ΧΡΟΝΙΑ
Το 2009 ο Rea πήρε σύντομα το πρώτο του βαθρο και τις πρώτες (δύο) νίκες στα Superbike, τερματίζοντας την χρονιά πέμπτος στη βαθμολογία, και δεύτερος καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος (Rookie) πίσω απο τον Ben Spies που όμως κατέκτησε τον τίτλο με την Ducati (με την οποία ο Rea είχε αρνηθεί να υπογράψει, θυμίζουμε, προτιμώντας να παραμείνει στην Honda). Το 2010 πήρε τέσσερις νίκες, ανεβαίνοντας τέταρτος στην τελική βαθμολογία. To 2011 ανανέωσε το συμβόλαιό του με την Ten Kate Honda για δύο ακόμα χρόνια, και πάλι κατάφερε να κερδίσει ένα αγώνα στην αρχή και έναν προς το τέλος της χρονιάς, έχοντας ένα τραυματισμό που τον άφησε έξω για τέσσερις αγώνες και αρκετές ακόμα εγκαταλείψεις, συνήθως απο πτώσεις που έφερνε η υπερπροσπάθεια. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι η ένατη θέση του στην τελική βαθμολογία του 2011 ήταν και η πρώτη αναβάτη με Honda, μια και στο Παγκόσμιο πλέον γινόταν πόλεμος μεταξύ Aprilia, Ducati, Yamaha και ΒΜW, όλες με ανανεωμένες μοτοσυκλέτες, ενώ η Kawasaki είχε αρχίσει να ανεβαίνει με τον Tom Sykes και το νέο μοντέλο της ZX-10R, και η Suzuki παρουσίαζε στασιμότητα, κυρίως στον τομέα των ηλεκτρονικών, όπως άλλωστε και η Honda.
Το 2012 ήταν ο τελευταίος χρόνος του δεύτερου συμβολαίου του, και ο Rea πίεζε πλέον την Honda προς την κατεύθυνση του MotoGP. Ήταν πολύ έμπειρος (και έξυπνος) για να ξέρει, και να θυμάται, ότι τα χρονικά περιθώρια μιας τέτοιας μετάβασης είναι πολύ στενά και στα 25 του πλέον δεν είχε πολύ καιρό. Η Honda φυσικά τον ενθάρρυνε, και κατά κάποιο τρόπο τον άφηνε να πιστεύει ότι θα κατέληγε σίγουρα στο ΜotoGP, αν και ήταν δύσκολο να βρεθεί στην εργοστασιακή ομάδα Repsol, γιατ’ι μιλαμε για την περίοδο που πήγε εκεί ο Κέϊσυ Στόνερ πλάί στον Πεντρόθα! Σίγουρα ο Ιρλανδός θα έπρεπε να κατακτήσει τον τίτλο των Superbike του 2012, μια και αυτό ήταν το κλειδί που θα άνοιγε την τελευταία, και μεγαλύτερη, πόρτα. Όλη τη χρονιά ο Rea προσπάθησε, και προσπάθησε πολύ, αλλά ήταν αδύνατον να φτάσει τις εργοστασιακές Aprilia, Ducati, BMW και Κawasaki, μια και ο Sykes που σε όλες τις προηγούμενες χρονιές έφερνε πολύ κατώτερα αποτελέσματα, τώρα με το ανανεωμένο ZX-10R μονομάχησε με τον Μπιάτζι για τον τίτλο και έχασε μόλις για μισό βαθμό! Ο Rea ήταν ο κορυφαίος αναβάτης της Honda, τερματίζοντας πέμπτος στο Πρωτάθλημα, αλλά το εργοστάσιο ήταν ενθουσιασμένο μαζί του γιατί νίκησε στον φημισμένο και ιδιαίτερα σημαντικό για την Honda αγώνα της Suzuka (όπου είχε έρθει 2ος το 2010).
Το 2012 ο Jonathan Rea έγινε ο πρώτος Βρετανός αναβάτης που κέρδισε τις 8 ώρες της Suzuka.
Το εργοστάσιο για να τον ανταμείψει, τον επέλεξε σαν αντικαταστάτη του τραυματισμένου Stoner σε δύο αγώνες: Ο Rea, οδηγώντας για πρώτη φορά την Honda Repsol, ήρθε 8ος στο Misano και 7ος στην Άραγκον, δείχνοντας ότι με ελάχιστη προσαρμογή θα μπορούσε να πάει ΠΟΛΥ καλά στο MotoGP (παρ’ όλα αυτά, δεν του επέτρεψαν μιά τρίτη εμφάνιση σε ΜotoGP, αυτή τη φορά στο Silverstone, με το επίσημο σκεπτικό ότι “θα ήταν πολύ βαρύ φορτίο για τον αναβάτη, επειδή είχε και τις υποχρεώσεις των Superbike”. Όπως όμως εξελίχθηκαν τα πράγματα τα επόμενα χρόνια, είναι πιθανόν να μην επιθυμούσε η Honda να τον δει να διακρίνεται στο MotoGP, κάτι που ήταν ιδιαίτερα πιθανό να γίνει στην πίστα της πατρίδας του, για να τον κρατήσει στα Superbike όπου η υστέρηση της Fireblade είχε απομακρύνει τα πρώτα ονόματα απο την ομάδα. H Honda του προσέφερε σημαντική αμοιβή (μιλάμε για μερικά εκατομμύρια Ευρώ) για να υπογράψει νέο συμβόλαιο για το 2013 και 2014, με την διαβεβαίωση ότι στο τέλος της διετίας θα πήγαινε ΣΙΓΟΥΡΑ σε ομάδα του MotoGP. Άγνωστο αν ο Τζόναθαν, που πριν αρχίσει το Πρωτάθλημα του 2013 είχε κλείσει τα 26 του χρόνια, το πίστεψε, πάντως αυτή ήταν η επιλογή του και σε συνεντεύξεις τουεκείνη την εποχή φαίνεται σαν να έχει “παραιτηθεί” απο το όνειρο του MotoGP.
Πάντα το 2012, ο Rea έκανε δύο θαυμάσιες εμφανίσεις στο MotoGP, αντικαθιστώντας τον τραυματισμένο Casey Stone. Aτυχώς για τον ίδιο, η Honda ήθελε να τον κρατήσει στα Superbike.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΑΤΥΧΙΑ
Ο Rea ήταν πια ο Superstar της Honda για τα Superbike, και για την απόδοσή του αλλά και γιατί είχε μείνει πιστός στη φίρμα, τρέχοντας με Honda για ολόκληρη την καρριέρα του, ενώ οι άλλοι αναβάτες άλλαζαν με ευκολία μάρκα αναζητώντας την πιο ανταγωνιστική μοτοσυκλέτα (και είναι έτσι: Αν ένας αναβάτης ξοδέψει τα καλύτερα χρόνια του κυνηγώντας τις πιο γρήγορες μποτοσυκλέτες στις ευθείες, είναι βέβαιο ότι η ίδια η εταιρεία που τον πληρώνει, θα τον διαγράψει μόλις δεν θα της είναι πια χρήσιμος). Η εμπλοκή με την Honda όμως, κατά σύμπτωση του χάρισε την “οικογενειακή ευτυχία”, που είχε γεννηθεί στην Αυστραλία, ακουγε στο όνομα Tatiana Weston (οι φίλοι την φωνάζουν Τatia ή Tash), και δούλευε στα κεντρικά της Honda Motor Europe στην Ολλανδία σαν υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων! Η επαγγελματική γνωριμία τους εξελίχθηκε σε δυνατό έρωτα, και…
To 2013ο Rea παντρεύτηκε την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Honda Ευρώπης, Τατιάνα Γούεστον.
Ο Τζόναθαν και η Τάτια παντρεύτηκαν στην Αγγλία, στην Lake District, και σύντομα το πρώτο τους παιδί, ο Elijah Jake Rea ήρθε στη ζωή. Διάλεξαν το Isle of Man (Castletown) για μόνιμη κατοικία τους, και η οικογένεια τον επόμενο κιόλας χρόνο μεγάλωσε με τον δεύτερο γιο, τον Τάϋλερ.
Την καλή του απόδοση στην Kawasaki ενίσχυε και η ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή!
Μεγαλωμένος σε μια περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας όπου οι Διαμαρτυρόμενοι (Protestants) είναι η πλειοψηφία, όπου το ποσοστό λευκών είναι 99,6% και όπου οι αυτόχθονες Ιρλανδοί αποτελούν το 99,5% του πληθυσμού, ο Τζόναθαν Ρέϋ είχε “διδαχτεί” απαράβατες αρχές και αξίες, που κάποιοι μπορεί και να τις θεωρήσουν σαν συντηρητικές (φυσικά ειναι προσωπικό του θέμα το ποιές κράτησε και ποιές απέρριψε). Μία απο αυτές πάντως, είναι το να μην ξεχνάς ποτέ αυτούς που σε βοήθησαν να αναδειχθείς, σε έχουν κάνει πρώτο όνομα και σου φέρονται με βασιλικές τιμές. Και ο Rea δεν ξέχασε το πως ξεκίνησε, ούτε και το ότι η Honda σταθηκε κοντά του όταν μετά το σοβαρό του ατυχημα στα Supersport του Βρετανικόυ Πρωταθλήματος οι γιατροί του είπαν ότι…δεν θα μπορούσε να ξανατρέξει! ‘Εχοντας, επί πλέον, τις υποσχέσεις της Ηοnda όχι μόνο για το MotoGP αλλά και για την καινούργια ανανεωμένη Fireblade (που αργούσε να παρουσιαστεί), ο Rea υπέγραψε ξανά, για τρίτη φορά, διετές συμβόλαιο (με “αυτοκρατορική” αμοιβή, γιατί ήταν ο κορυφαίος αναβάτης της στο δεύτερο σημαντικότερο πρωτάθλημα του κόσμου) για το 2013 και μέχρι το τέλος του 2014. Και η χρονιά ξεκίνησε.
Το δεύτερο σοβαρό ατύχημα της καριέρας του συνέβη το 2013, όταν έσπασε τον μηρό του πατώντας σε λάδια στο Β’ σκέλος του αγώνα του Νύρμπουργκρινγκ. Την ίδια χρονιά ανακηρύχθηκε για 4η φορά “Sportsman of the Year” στην πατρίδα του Ιρλανδία.
Το 2013 ήταν η χρονιά του Τομ Σάϊκς και της Kawasaki, που κατάφεραν αυτό που τους είχε ξεφύγει το 2012, κατακτώντας τον τίτλο εμπρός απο την Aprilia του Λάβερτυ. Ο Rea ήταν αδύνατον να συναγωνιστεί τους παλιούς του φίλους, ακόμα και τους αναβάτες που όλοι γνώριζαν ότι δεν ήταν της κλάσης του. Μέτριοι και κακοί τερματισμοί, ένα βάθρο, μία νίκη σκέλους στο Σιλβερστοουν, και κατόπιν στον δεύτερο αγώνα της Γερμανίας στο Νύρμπουργκρινγκ, ήρθε η καταστροφή: Πάτησε σε λάδια, έπεσε και έσπασε τον μηρό του, μένοντας εκτός για τους τελευταίους 4 (x2) αγώνες και τερματίζοντας ένατος στη βαθμολογία (αλλά και πάλι πρώτος αναβάτης με Honda!).
Το 2014, ο Jonathan Rea θα κάνει την καλύτερη χρονιά του μέχρι τότε στο Παγκόσμιο Superbike, με την Honda Pata (Team Ten Kate). Έρχεται τρίτος στη βαθμολογία πίσω απο τον Συλβαίν Γκουϊντολί με την Aprilia και τον Tομ Σάϊκς (με τον οποίο είχαν γίνει καλοί φίλοι), και παίρνει την πρώτη του “διπλή” νίκη στην Ίμολα. Όλη τη χρονιά όμως, η φημολογία δίνει και παίρνει για το τι θα γίνει μετά το τέλος του συμβολαίου του. Ο Rea είναι ο αναμφισβήτητος Superstar της Honda, και η Honda είναι γνωστό ότι δεν αρέσκεται στο να αλλάζει τους αναβάτες της (ούτε και να της φεύγουν!). Ο Λίβιο Σούπο, που έχει προαχθεί σε γενικό διευθυντή της ομάδας Repsol Honda, δηλώνει επανειλημμένα ότι η πρόθεση της Honda είναι να βρεί θέση στο MotοGP για τον Rea, “όχι στην επίσημη ομάδα αυτή τη στιγμή, αλλά οπωσδήποτε θα βρεθεί λύση σε δορυφορικό σχηματισμό”. Και ενώ οι μήνες τρέχουν, o Rea συνεχίζει να συζητάει με άλλα εργοστάσια, και (όπως έγινε αργότερα γνωστό) κλείνει συμφωνία και υπογράφει με την Kawasaki απο αρκετά νωρίς, πολύ πριν τελειώσει η χρονιά.
Μέχρι τότε, και τα χρόνια που προηγήθηκαν, ο Rea είχε δεχτεί και απορρίψει διάφορες προτάσεις για να περάσει στο MotoGP. Όλες όμως αφορούσαν δορυφορικές ομάδες, με μοτοσυκλέτες της Κατηγορίας Open, ενώ ο Rea ήθελε να υπογράψει με εργοστάσιο που θα του έδινε εξοπλισμό κορυφής. Με τον Μαρκ Μαρκέθ να βρίσκεται στην Repsol Honda απο το 2013 (κερδίζοντας απανωτούς τίτλους!), o Jonathan ήξερε ότι αυτή η πόρτα είχε κλείσει οριστικά. Γύρω του έβλεπε αναβάτες που ο ίδιος “ήξερε” (ή “πίστευε”) ότι ήταν “κατώτεροί” του σε ταχύτητα, να κάνουν την μετάβαση, όπως ο Μπαζ, ο Ρέντινγκ, ο Λάβερτυ, ή και ο Κράτσλοου (που πάντως, είχε επιμείνει, περιμένει και [προσπαθήσει για την κατάκτηση ενός τίτλου, “έστω” στα WSS, σαν “εισιτήριο” για το MotoGP). Στα μέσα του 2013, όταν ήρθε η τελική πρόταση της Honda για το 2014, ο Rea (μαζί με τον μάνατζέρ του αλλά και την γυναίκα του Tatia η οποία ήταν πολύ έμπειρη σαν υπέθυνη εκδηλώσεων και PR της Honda για πολλά χρόνια) πήρε την απόφαση να πεί το μεγάλο όχι, και ταυτόχρονα να αλλάξει στρατόπεδο. Γιατί αυτή η πρόταση προέβλεπε να πάει στο MotoGP, αλλά σε δορυφορική ομάδα της Κατηγορίας Open με μια RCV 1000 R, μια μοτοσυκλέτα χωρίς πνευματικές βαλβίδες, με συμβατικό κιβώτιο ταχυτήτων (όχι το seamless) και σημαντικά κατώτερη ιπποδύναμη σε σύγκριση με την RC 213 V. H RCV 1000R έτρεξε μόνο ένα χρόνο, το 2014, και αντί για τον Rea την θέση του στην Honda Gresini πήρε ο Σκοτ Ρεντινγκ, ενώ μια ακόμα δορυφορική ομάδα Honda MotoGP σχηματίστηκε (η Drive M7 Aspar) για τον Αογιάμα και τον Νίκυ Χαίϋντεν. Όπως αποδείχθηκε, ο Rea είχε δίκιο που δεν δέχτηκε, γιατί όλοι οι αναβάτες της RCV 1000R το 2014 τερμάτισαν απο την 12η θέση και πίσω το πρωτάθλημα, ενώ ο ίδιος ανέβαινε τρίτος στα Superbike, διατηρώντας το πρεστίζ του καλύτερου αναβάτη των SBK (αφού κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα με την γηρασμένη Fireblade, αυτό ήταν ένα γεγονός που το αναγνώριζαν όλοι). Από την άλλη πλευρά, μετά τα μέτρια αποτελέσματα της RCV, για το 2015 η Honda έδωσε σε όλες τις δορυφορικές ομάδες την πολύ ανώτερη “ημιεργοστασιακή” RC 213V-RS, με την οποία θα έτρεχαν και οι Λάβερτυ, Χαίϋντεν και Μίλλερ, ενώ ο Κράτσλοου θα είχε την εργοστασιακή RC 213 V (χωρίς τις βελτιώσεις των δύο Repsol). Δηλαδή, οι αναάτες αυτοί μπορεί να περίμεναν ένα χρόνο, αλλά τον δεύτερο είχαν την ευκαιρία μιάς καλύτερης μοτοσυκλέτας. Είναι λογικό λοιπόν το να υποθέσει κανείς, ότι ο Rea προτίμησε την (πολύ υψηλή) αμοιβή και την σχεδόν “σίγουρη” πιθανότητα τίτλου στα Superbike με την Κawasaki, απο την προσπάθεια (και την αναμονή) του MotoGP, ενώ σαν ιδιαίτερα έμπειρος μπορούσε να καταλάβει ότι μόνο πολύ νέοι αναβάτες απο τις μικρότερες κατηγορίες Moto3/2 θα έπαιρναν πλέον τις θέσεις στις δυνατές ομάδες. ‘Αρα, κατά κάποιον τρόπο αποφάσισε να κλείσει την καρριέρα του στα Superbike (με τη νέα φίρμα), αλλά ούτε ο ίδιος δεν περίμενε αυτό που θα επακολουθούσε!
2015-2016: Η KRT (KAWASAKI RACING TEAM) ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΘΡΙΑΜΒΩΝ!
Η εργοστασιακή συμμετοχή της Κawasaki στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα Supersport και Superbike, είναι ένας “συνδυασμός” μεταξύ της KHI στην Ιαπωνία, της Kawasaki Μotors Europe NV στην Ολλανδία, και της Provec Racing στην Ισπανία. H Provec, με έδρα την Βαρκελώνη και Τημ μάνατζερ τον πρώην αγωνιζόμενο Guim Roda, ήταν μια ιδιωτική ομάδα των Supersport μέχρι το 2007, που το 2008 ανέλαβε την εργοστασιακή συμμετοχή της Kawasaki στο Παγκόσμιο Supersport 600 με τα ZX-6R. Απο το 2012 έγινε η ομάδα της επίσημης εργοστασιακής συμμετοχής της Kawasaki στο παγκόσμιο πρωτάθλημα Superbike, και με την Provec υπέγραψε το πρώτο του διετές συμβόλαιο ο Rea (2015-2016).
Η δυναμική ομάδα KRT, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ζωή και την καριέρα του Rea: “Ταίριαξε” απόλυτα με την κορυφαία ZX-10R, και για τα 3 επόμενα χρόνια θα διέλυε τον συναγωνισμό καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Στα τέλη του 2009, o Τομ Σάϊκς πληροφορήθηκε ότι η Yamaha δεν θα ανανέωνε το συμβόλαιό του για τα WSBK του 2010 όπως είχαν συμφωνήσει, γιατί προτίμησε τους Tόσλαντ και Κράτσλοου στη θέση του. Για να παραμείνει στο Παγκόσμιο, υπέγραψε μονοετές συμβολαιο με την Paul Bird Kawasaki, παρ’ ότι τότε η ZX-10R (που είχε ανανεωθεί τελευταία φορά το 2008) δεν ήταν ανταγωνιστική. Παρ’ όλα αυτά, οι καλές του εμφανίσεις αλλά και το ότι στο τέλος της χρονιάς προσφέρθηκε να πάει στην Ιαπωνία για να βοηθήσει στην εξέλιξη του νέου μοντέλου, τον έκαναν συμπαθή στα μεγάλα αφεντικά του εργοστασίου, και ανανέωσαν απ’ ευθείας απο το Ακάσι το συμβόλαιό του για έναν ακόμα χρόνο, για το 2011, που θα ήταν και ο πρώτος της νέας σύγχρονης (πιο δυνατής και πιο ελαφριάς) ZX-10 R. O Σάϊκς ήταν 13ος στην τελική βαθμολογία του 2011 εξελίσσοντας την μοτοσυκλέτα, αλλά το 2012 ανέλαβε η Ισπανική Provec, ενώ βελτιώθηκε ακόμα περισσότερο η ZX-10R, που ι μεταβλήθηκε στο “απόλυτο όπλο” των SBK! O Σάϊκς πήρε 4 νίκες και ήρθε δεύτερος στο Πρωτάθλημα, ενώ το 2013 κατέκτησε τον τίτλο με 9 νίκες (οι δύο διπλές). Το 2014, με τον νεαρό Λορίς Μπαζ σαν δεύτερο αναβάτη, ο Σάϊκς δεν κατάφερε να κερδίσει και πάλι τον τίτλο παρά τις 8 νίκες του (οι τρείς διπλές), χάνοντας απο τον Γκουϊντολί. Ο Rea όπως είδαμε είχε υπογράψει (“μυστικά”) απο νωρίς εκείνη την χρονιά στην KRT (για το 2015, στη θέση του Μπαζ), κάτι που δεν είδε με καλό μάτι ο Σάϊκς ο οποίος άλλαξε την συμπεριφορά του απέναντι στον Ιρλανδό: “Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τον Τομ”, είπε σε συνέντευξή του ο Rea. “Είμαστε πολύ πιο κοντά στο παρελθόν, από ότι τωρα. Φαίνεται να ξεχνάει το αγωνιστικό του παρελθόν, και το ότι η Kawasaki τον βοήθησε να βελτιωθεί σαν οδηγός, είναι όμως και η καλύτερη μοτοσυκλέτα του grid”.
Η φιλία του με τον Τομ Σάϊκς όσο ήταν ακόμα στην Honda, κλονίστηκε όταν πήγε στην Kawasaki. O “άτυχος” Σάϊκς, Πρωταθλητής του 2013, ήξερε τ ι ο νέος συνάδελφος ήταν ταχύτερος. Και πράγματι: Χωρίς τον Rea, o Εγγλέζος θα είχε κατακτήσει τουλάχιστον δύο ακόμα τίτλους, με την άπιαστη Kawasaki του!
Η “εσωτερικη αντιμαχία” των δύο αναβατών δεν φάνηκε βέβαια στις φωτογραφίες της ανακοίνωσης της νέας ομάδας του 2015, όπου ένας Πρωταθλητής θα γινόταν ζευγάρι με τον “καλύτερο” (κατά γενική ομολογία) αναβάτη του Παγκοσμίου. Ο Σάϊκς όμως ήξερε το πόσο καλός ήταν ο Rea, και δικαιολογημένα δεν ενθουσιάστηκε με τον ερχομό του. Γιατί το 2015, ο Rea ανέβηκε 23 φορές στο βάθρο σε σύνολο 26 εκκινήσεων, παίρνοντας 14 νίκες (με 11 ταχύτερους γυρους) και κατακτώντας, επιτέλους, τον τίτλο!
Το 2015 οι δύο οδηγοί της Kawasaki είχαν “τις στιγμές τους”, αλλά ο Rea (65) τελικά βρισκόταν σε άλλο επίπεδο.
Στις συνεντεύξεις του αισθανόταν δικαιωμένος για την απόφαση να αφήσει την Honda με την οποία έτρεχε ολόκληρη την καρριέρα του, κυριολεκτικά απο μικρό παιδί: “Το να συνέχιζα για έναν ακόμα χρόνο με την Honda, δεν είχε νόημα. Είναι σαν ένας κύκλος που επαναλαμβάνεται, χωρίς πιθανότητα να κάνεις κάτι καλύτερο απο ότι ήδη έχεις καταφέρει. Και ήθελα να κερδίσω τον τίτλο, για τον οποίο προσπαθώ τόσα χρόνια”. Ο Τζόναθαν Ρέϋ, ήρωας στην πατρίδα του, καλοπληρωμένος εργοστασιακός αναβάτης με σίγουρο μέλλον, παγκόσμιος πρωταθλητής και ευτυχισμένος οικογενειάρχης, άλλαξε επιτέλους τον αριθμό της μοτοσυκλέτας του με το #1 (που θα διατηρούσε και τα επόμενα χρόνια) αντί του #56 που είχε στα 125c.c. όταν ήταν 16 ετών, και του #65 με το οποίο έτρεχε στα Supebike με την Honda (τα νούμερα αυτά δεν σήμαιναν κάτι, απλά συνδύαζαν το 5 και το 6 που του άρεσαν σαν αριθμοί). Φόρεσε το #4 μόνο όταν ήρθε τέταρτος στο Πρωτάθλημα SBK, όταν πίστευε ακόμα ότι θα έφτανε στον τίτλο με την Fireblade. Αλλά τα πράγματα έμελλε να εξελιχθούν διαφορετικά, και να έχουν “πράσινο” χρωμα!
Ο δεύτερος συνεχής τίτλος (2016) ήρθε λίγο πιο δύσκολα, αλλά και πάλι “σίγουρα”.
Το 2016, στον δεύτερο χρόνο του με την KRT ο Rea ανέβηκε και πάλι 23 φορές στο βάθρο σε 26 εκκινήσεις, αλλά είχε “μόνο” 9 νίκες και 6 ταχύτερους γύρους. Κατέκτησε τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο του με 50 βαθμούς διαφορά απο τον Τομ Σάϊκς, αλλά την παράσταση στο τέλος της χρονιάς έκλεψε ο Τσαζ Ντέϊβις με την Ducati που πήρε έξη συνεχόμενες νίκες!
Το 2016, ο πιο δυνατός αντίπαλος ήταν ο Τσάζ Ντέιβις με την Ducati. O Rea όμως είχε συνηθίσει να κερδίζει, περνώντας μάλιστα κάποιες φορές τον αντίπαλό του “από πάνω”!
Η ανανέωση του συμβολαίου του με την Kawasaki, ήταν αναμενόμενη, και ο Rea θα συνέχιζε τo 2017 και το 2018 στα Superbike, με μια εταιρεία, την Kawasaki, που δεν είχε απολύτως καμμία πρόθεση να αναμιχθεί ξανά στο MotoGP. Το όνειρο μιάς δεύτερης καρριέρας όμως είχε επιστρέψει, και ο Ιρλανδός είχε αρχίσει να αναφέρει στις συνεντεύξεις του ότι μετά το 2018 “είναι ανοιχτός σε προτάσεις”. Η γυναίκα του δε, μίλησε ανοιχτά για “τα χαμένα χρόνια” αναμονής πρότασης της Honda για το MotoGP (κάτι παραπάνω θα ήξερε!), και φυσικά ο Τύπος έκοβε και έραβε. Αυτές οι φήμες και τα δημοσιεύματα προκάλεσαν την αντίδραση του Καλ Κράτσλοου, ο οποίος είπε σε συνέντευξη τα εξής, όταν ρωτήθηκε για την σχετική φημολογία: “Ακούω τα παράπονα των αναβατών Superbike που δεν τους προτείνουν θέσεις στο MotoGP, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν τα @#@(#@ να χάσουν τους υψηλούς τους μισθούς και να έρθουν να παλεψουν στο MotoGP απο τις τελευταίες θέσεις”. Ο Rea, “απαντώντας”, είπε ότι “δεν σκεφτεται με τα @#@#@ του, αλλά με το μυαλό του, και πρέπει να κυτάξει το επαγγελματικό του συμφέρον”. Δήλωσε ακόμα ότι “αν δεν ήταν ο Μαρκέθ, που μοιάζει με γάτα γιατί όπως κι αν πέσει πάντα προσγειώνεται όρθιος, η Honda θα είχε μείνει μακριά απο τους τίτλους τα τελευταία χρόνια στο MotoGP”.
TAXYTEΡOΣ AΠO TIΣ MOTOGP, ME THN ZX-10RR!
Και με τέτοιου τύπου δημοσιεύματα να κυκλοφορούν στις εφημερίδες, τα περιοδικά και το Internet, η ομάδα της Kawasaki και οι αναβάτες της βρέθηκαν στις 3 Νοεμβρίου του 2016 στην πίστα της Jerez για τις δοκιμές των μοτοσυκλετών του 2017, μαζί με αρκετές ομάδες του MotoGP. Εκεί, φορώντας την μαλακή γόμμα δοκιμών της Pirelli, o Rea με την Kawasaki Superbike έκανε ταχύτερο χρόνο αποόλους τους παρόντες αναβάτες του MotoGP, ενώ ο χρόνος του με 1’.38”.721, ήταν μόλις 0.015 (15 χιλιοστά) κάτω απο την pole position του Βαλεντίνο Ρόσσι που είχε κερδίσει τον αγώνα λίγους μήνς πριν. Απο αυτή τη στιγμή και μετά,πολλοί Τημ Μανατζερς του MotoGP άρχισαν να βλέπουν με διαφορετικό μάτι τον Jonathan Rea, και εκείνος φρόντισε να μην τους απογοητεύσει: Στη διάρκεια του 2017, έδωσε την εντύπωση ότι “έτρεχε μόνος του”, ανεβαίνοντας 24 φορές στο βάθρο σε 26 εκκινήσεις, παίρνοντας 16 νίκες (τις έξη διπλές), κάνοντας 14 φορές τον ταχύτερο γύρο του αγώνα, και κατακτώντας τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην Ιστορία των Superbike. Στην πορεία για τον θρίαμβο, κατέρριψε το ρεκόρ των περισσότερων βαθμών σε μια χρονιά με 556 (το είχε ο Έντουαρντς απο το 2002), και συγκέντρωσε συνολικά 54 νίκες, ενώ το ρεκόρ νικών WSBK έχει ο Καρλ Φόγκαρτυ με 59, μαζί με τους περισσότερους τιτλους (4). Για όσους παρακολούθησαν το Πρωτάθλημα SBK του 2017, και πόσω μάλλον για αυτούς που ήταν μέσα στον χώρο βλέποντας απο κοντά τους αγώνες, ο Rea “ξέφυγε” απο οτιδηποτε είχαν δει μέχρι σήμερα, αναγκάζοντας την Dorna και την FIM να θεσπίσουν επειγόντως νέους κανονισμούς με στόχο το να περιορίσουν την υπεροχή της Kawasakμ ΚΑΙ ειδικά του Jonathan Rea. Ο βασικότερος είναι ο περιορισμός των μεγιστων σ.α.λ. της ΖΧ-10R., αλλά και “η τιμωρία” των τριών πρώτων κάθε αγώνα, με βαθμούς (3,2,1, και ανα τρείς αγώνες) που θα περιορίζουν την εξέλιξη των μοτοσυκλετών τους μέσα στη χρονιά!
Το 2017 που ο Rea κατέκτησε τον τρίτο συνεχή τίτλο, ξεκίνησε με νίκη και τελείωσε με ρεκόρ νικών, ταχύτερων γύρων και βαθμών!
Τον Νοέμβριο του 2017, η ομάδα ΚRT με τους Rea και Σάϊκς, μαζί με πολλές ομάδες του MotoGP ανάμεσα σττις οποίες ήταν η Ducati, η Suzuki, η ΚΤΜ και η Aprilia, βρέθηκαν και πάλι στη Jerez για τις πρώτες δοκιμές εξέλιξης του 2018. Και ο Jοnathan Rea επι δύο μέρες έκανε συνεχώς τους ταχύτερους γύρους από ΟΛΟΥΣ τους αναβάτες του MotoGP, για να έρθει τελικά δεύτερος λίγο πίσω απο τον Ντοβιτσιόζο. Απεδείχθη και πάλι ταχύτερος απο όλα τα ονόματα του MotoGP, εκτός απο τον δεύτερο της βαθμολογίας, και το σημαντικότερο είναι ότι χρησιμοποίησε την “νέα” ZX-10RR με τις ΚΟΜΜΕΝΕΣ στροφές στις 14.100!
Τον Σεπτέμβριο του χρόνου που τελειώνει, του 2017, η Suzuki Ecstar έκανε πρόταση στον μάνατζερ του Rea να αφήσει στη μέση τα Superbike και να σπεύσει να σώσει την εικόνα του εργοστασίου, με το να κάνει τους τελευταίους αγώνες MotoGP στη θέση του Ιαννόνε! Η συμφωνία δεν έκλεισε ποτέ, γιατί ο Rea ποτέ δεν θα άφηνε τον σίγουρο τίτλο, ούτε φυσικά την ομάδα του. Αλλά φάνηκε,και απεδείχθη με κάθε τρόπο, ότι ένα μεγάλο ταλέντο, ικανό για διάκριση και πιθανόν για τίτλους, έμεινε έξω απο το MotoGP, ίσως απο δικά του λάθη επιλογών, ίσως και απο σκοπιμότητα του εργοστασίου (Honda), που έχοντας ήδη τους κορυφαίους στο MotoGP (Στόνερ, Μαρκέθ, Πεντρόθα) ήθελε έναν εξ΄ ίσου κορυφαίο να κρατάει ψηλά τη σημαία της στα (πολύ σημαντικά εμπορικά) Superbike. Αλλά όπως είπε (σωστά) ο Κράτσλοου, ο Rea προτίμησε την υψηλή θέση σαν Superstar της Honda, τις μυθικές απολαβές (οι μισθοί των εργοστασιακών οδηγών στο WSBK ήταν στην περιοχή των 3 με 8 εκατομμυρίων δολλαρίων ετησίως, απο το 2009 ακόμα!) και την “σιγουριά” του WSΒΚ, απο τον πειραματισμό και την προσπάθεια του MotoGΡ, απορίπτοντας όλες τις προτάσεις που του έγιναν και περιμένοντας μια ”εργοστασιακή ευκαιρία”.
Τον Νοέμβριο του 2017, ο Jonathan Rea έγινε δεκτός στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ όπου του απονεμήθηκε από τον πρίγκηπα William ο τιμητικός τίτλος MBE (Μέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) για τις υπηρεσίες του στο Σπορ.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και τώρα, δηλώνοντας οτι αισθάνεται πιο δυνατός οδηγικά παρά ποτέ, και περιμένοντας το τέλος του 2018 όπου λήγουν ΟΛΑ τα συμβόλαια των αναβατών του MotοGP (και των SBK). Είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει όσο ποτε άλλοτε, γιατί στο τέλος του χρόνου θα κριθεί αν θα έχει ισοφαρίσει τους 4 τίτλους του Φόγκαρρτυ αλλά με το ακατάρριπτο ρεκόρ των τεσσάρων συνεχόμενων, ενώ είναι μάλλον δεδομένο ότι θα ξεπεράσει αμέσως τις 59 νίκες, γράφοντας ένα άλλο δύσκολο να σπάσει ρεκόρ. Στις 2 Φεβρουαρίου του 2018, θα γιορτάσει τα 31ά του γενέθλια, και η τελική απόφαση, στα μέσα της χρονιάς, θα είναι καθοριστική για το μέλλον του: Είτε θα περάσει στo ΜοtoGP μόνο σε εργοστασιακή ομάδα, είτε θα μείνει για ένα ή δύο ακόμα χρόνια στα Superbike, στοχεύοντας στο “απόλυτο 5” που θα τον κάνει τον μοναδικό και κορυφαίο αναβάτη Superbike στην Ιστορία! Υπάρχει και η (αμυδρή) περίπτωση να εγκαταλείψει τους αγώνες και να αφοσιωθεί στην οικογένεια και στις επιχειρήσεις τους, αλλά πρώτον ο Jonathan είναι πολύ σοβαρός και προσεκτικός με τα χρήματα (δεν θα άφηνε μερικά εκατομμύρια έτσι εύκολα!), και δεύτερον οι Ιρλανδοί αναβάτες μένουν στους αγώνες, και κερδίζουν, και μετά τα 40!
Αμέσως μετά την παρασημοφόρησή του, ο Rea βρέθηκε στην Ιαπωνία, όπου ένα ελικόπτερο (μάρκας Kawasaki!) τον περίμενε στο αεροδρόμιο για να τον μεταφέρει στα κεντρικά της Kawasaki Heavy Industries. Εκεί, εκατοντάδες εργαζόμενοι τον υποδέχθηκαν, ενώ σύσσωμη η διοίκηση και ο Πρόεδρος του Ιαπωνικού κολοσσού του έδωσαν τα πιο θερμά τους συγχαρητήρια και τις ευχαριστίες τους “για την δόξα που έδωσε στην ταπεινή τους φίρμα”! ( Η Kawasaki θα κάνει το παν για να υπογράψει νέο συμβόλαιο με τον Jonathan Rea, για να τον κρατήσει στο Παγκόσμιο Superbike μέχρι το 2020).
Ολόκληρη η οικογένεια Rea (δεξιά ο πατέρας Johnny), γιορτάζει τον τρίτο Παγκόσμιο τίτλο του Jonathan!
Ενα είναι βέβαιο: Ότι ο Jonathan Rea είναι ένας ήρωας των Superbike, τον οποίο οι τημ μανατζερ του MotoGΡ άφησαν ανεκμετάλλευτο μέχρι που ήταν πια πολύ αργά για μια δεύτερη καρριέρα στο ανώτατο επίπεδο (και αν βρεί συμβόλαιο για το 2019, θα είναι επειδή οι εταιρείες θα θέλουν να εκμεταλλευθούν την αναγνωρισιμότητά του). Ο Ιρλανδός χαμογελαστός αναβάτης “που ήθελε να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής”, ξεπέρασε κάθε προσδοκία, και έδωσε αφορμή για παγκόσμιες συζητήσεις στα fora για το αν τα Superbike είναι όντως ταχύτερα απο τα MotoGP (μια συζήτηση που δεν αντέχει στη λογική, αλλά στην εποχή των κοινωνικών δικτύων ο κάθε ένας λέει την άποψή του, για να την απορρίπτουν οι άλλοι και κουβέντα να γίνεται!). Από τους αγρούς του Βallyclare της Βόρειας Ιρλανδίας μέχρι τα ανάκτορα, την παρασημοφόρηση, τα ελικόπτερα, το χρήμα, τη φήμη και τη δόξα, ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος. Αυτό που θα του ευχηθούμε, είναι να τον δούμε για μια ακόμα καλή χρονιά με δυνατούς αγώνες, και …η Ιστορία ας συνεχίσει να γράφεται με πράσινο μελάνι! Δ.Π.