“Ζευγάρι σε μοτοσυκλέτα”, ελαιογραφία σε καμβά, Γιώργος Σταθόπουλος 2007
A “POST CHRISTMAS” SHORT STORY
O Θανάσης έριξε ένα ακόμα βλέμμα στο δρόμο, έξω απο τη βιτρίνα, και στη συνέχεια κοίταξε γύρω του, στο μισοφωτισμένο μαγαζί. Τα ρούχα κρέμονταν, όλα μαύρα-κατάμαυρα απο τις κρεμάστρες, και τα κράνη, παρατεταγμένα στα ράφια, έφταναν σειρές-σειρές μέχρι το ταβάνι όπου τα φανταχτερά τους χρώματα έσβηναν στις σκιές. -“Καλύτερα”, σκέφτηκε ο Θανάσης. -“Εκεί ψηλά δεν φαίνεται η σκόνη που έχουν μαζέψει. Φτάνει να μη μου ζητήσει κανείς να του τα κατεβάσω”.
Αλλά θα ήταν πράγματι τύχη και χαρά μεγάλη το να βρισκόταν κάποιος να ζητησει ένα κράνος, έστω και απο τα σκονισμένα της επάνω σειράς. Και εδώ που τα λέμε, μακάρι να έμπαινε πελάτης στο μαγαζί, που χρονιάρες μέρες φαινόταν καπως παράταιρο στον ολόφωτο, όλο κίνηση δρόμο, παρ’ ότι κράταγε όλη μέρα την πόρτα του ανοιχτή, την (κάπως ξεθωριασμένη) παλιομοδίτικη ταμπέλα αναμμένη και δυό σειρές πολυχρωμα φωτάκια μαζί με μερικά σκόρπια κλαδιά απο έλατο να προσπαθούν να δωσουν μια γιορταστική όψη στις βιτρίνες του.
Η καρέκλα έτριξε καθώς ο Θανάσης γύρισε στο πλάϊ, και λίγο έλειψε να πέσει καθώς μόλις την τελευταία στιγμή θυμήθηκε την σπασμένη της βάση. Σηκώθηκε και της έδωσε μια σπρωξιά με το πόδι, κι εκείνη κύλησε λίγο πιο πέρα, τρίζοντας πάνω στα σκουριασμένα ροδάκια της. Κι αυτή ήταν ένα απο τα πολλά που έπρεπε να αλλάξει, και μάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ. Του την είχαν κάνει δώρο, τότε, κάποτε, που όλα ήταν “στα πάνω τους”. Ξύλινα πόδια και λουστραρισμένος σκελετός, ψηλή “διευθυντική” πλάτη και καφέ δερμα, που τώρα ήταν ξηλωμένο στις ραφές και είχε βάλει απο πάνω ένα λεπτό μαξιλάρι για να μην φαίνεται. Μήπως όμως ήταν το μοναδικό που ήθελε πέταμα εκεί μέσα; Το γραφείο, τεράστιο, με χτυπήματα εδώ κι εκεί, και ένα βουνό απο χαρτιά, φυλλάδια, τιμολόγια, μολύβια, τασάκια, που όλο τα τακτοποιούσε και όλο ανάκατα ήταν. Ολόγυρα, κι άλλα χαρτιά, στίβες περιοδικών και ένα σωρό άχρηστα πράγματα μαζί με μερικά χαρτόκουτα. Μπροστά απο το γραφείο δύο πολυθρόνες, αυτές ήταν σε καλύτερη κατάσταση γιατί σπάνια καθόταν κάποιος εκεί. Όλοι έμεναν όρθιοι, στην αρχή για να δοκιμάζουν τα μπουφάν και στη συνέχεια να τα πληρώσουν. Ναι, κάποτε είχε δουλειά. Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε, τα παιδιά απο τους προμηθευτές έφταναν συνεχώς με καινούργιες παραγγελίες, κάθε Παρασκευή ήταν σωστός στις πληρωμές –δεν υπήρχαν Τράπεζες και e-banking τότε, και γινόταν παρέλαση απο εισπράκτορες στο τέλος της εβδομάδας- και έφτασε στο σημείο να πάρει και υπάλληλο, στέλνοντας τη γυναίκα του, επι τέλους, πιό νωρίς στο σπίτι κάθε μεσημέρι.
Ο Χρήστος ήταν πολύ νέος στην ηλικία, μικροκαμωμένος, λιγνός, με πυκνά μαύρα φουντωτά μαλλιά, ένα σκόρπιο αραιό μουστακάκι που το έλεγες και χνούδι στο επάνω χείλος, και ανοιχτογάλαζα μάτια. Είχε μπει στο μαγαζί ένα απόγευμα, και είχε μείνει καρφωμένος για πολλή ώρα μπροστά στη βιτρίνα με τα “καλά” κράνη. Ο Θανάσης με τη γυναίκα του εξυπηρετούσαν εκείνη την ώρα ένα ζευγαρι που παζάρευε δύο ακριβά μπουφάν, και αγνόησαν τον πιτσιρικά. Μόνο αφού οι πελάτες είχαν φύγει, τον είδαν να κάθεται ακόμα και να περιμένει, εκεί μπροστά στη βιτρίνα.
-“ Πόσο κάνει το κόκκινο κράνος με την σημαία;”, ρώτησε κατ’ευθείαν, με κάπως παράξενη προφορά στη βραχνή φωνή του.
-”Εξακόσια εικοσιπέντε Ευρώ”, του είπε χαμογελαστά η γυναίκα του Θανάση, “είναι ξέρεις το κράνος που φοράει ο Σάμμυ στο Παγκόσμιο, και…”
-”Έχεις τίποτα δουλειές να σου κάνω για πληρωμή;”, την έκοψε το παιδί, γυρνώντας προς τον Θανάση.-” Θα έρχομαι να δουλεύω κάθε πρωϊ, και θα μου δώσεις το κράνος αντί για χρήματα”.
Ο Θανάσης κοίταξε τη γυναίκα του, εκείνη του έκανε “όχι” με το βλέμμα, αλλά αυτός είχε την περιέργεια να ρωτήσει παραπάνω πράγματα, γιατί τον είχε ξαφνιάσει η αμεσότητα του παρά λίγο πελάτη του:
-“ Απο που είσαι, που μένεις, πως σε λένε και τι ξέρεις να κάνεις;”, πυροβόλησε τον νεαρό.
-“Από Βόρειο Ήπειρο, με λένε Χρήστο, μένω σε ένα συγγενή και μπορώ να τα κάνω όλα!”, ήρθε η απάντηση.
Κάτι γύρισε τότε στο μυαλό του Θανάση, που φτωχόπαιδο κι αυτός, θυμήθηκε τα “όχι” που τον έτσουζαν σαν βουρδουλιές, κάθε φορά που τόλμαγε να ζητήσει δουλειά σε κάποιο απο τα μεγάλα εμπορικά μαγαζιά της επαρχιακής πόλης του. Τον έκοβαν καλά καλά, έβλεπαν τα ρούχα του και το μαζεμένο, φοβισμένο παρουσιαστικό του, και δεν του έριχναν δεύτερη ματιά.
-“Δεν έχει τίποτα για σένα εδώ” του έλεγαν, και τον είχαν ξεχάσει κιόλας μέχρι να βγεί απο την πόρτα πισωπατώντας σα να είχε δεχτεί γροθιά. Και σάμπως με γροθιές στην παιδική ψυχή του δεν έμοιαζαν τα απανωτά όχι που μάζευε, και που τον είχαν καταδικάσει να κάνει τον “μικρό” στο καφενείο ενός μακρινού συγγενή, μέχρι που μεγάλωσε, ψήλωσε, έγινε κοντά δύο μέτρα άντρας, και πάλι “μικρό” τον φωνάζαν οι θαμώνες; Καλά που είχε το κουράγιο να παρατήσει και σπίτι και μάνα και αδέλφια, κι έφυγε, πήγε στη μεγάλη πόλη, άλλαξε είκοσι δουλειές, αγάπησε τα μηχανάκια, έμαθε καλά τη δουλειά με τα ντυσίματα, τα δερμάτινα και τα κράνη (το πρώτο που έμαθε είναι το πόσο ακριβά είναι πρόθυμος να τα πληρώσει ο μοτοσυκλετιστής, αν του αρέσουν), και λίγο απο ικανότητα λίγο απο τύχη, ήταν απο τους πρώτους που άνοιξε μαγαζί στον δρόμο που, αργότερα και με τα χρόνια, έμελλε να γίνει ”πέρασμα” και “πιάτσα” της μοτοσυκλέτας.
…-“Δεν μπορούμε να σε πάρουμε αγόρι μου, δεν έχουμε τόση δουλειά για υπάλληλο”, άκουσε τη γυναίκα του να λέει στο παιδί, αλλά αυτός δεν έφυγε, είχε μείνει εκεί, δίπλα στα κράνη, και τον κάρφωνε με ένα βλέμμα που ήταν όλο μια ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι είχαν πολλή δουλειά, είχε βαρεθεί να πηγαίνει και να φέρνει μόνος του τις παραγγελίες, αμέτρητα πέρα δώθε στους προμηθευτές και στα Πρακτορεία. Η δουλειά είχε μεγαλώσει γιατί την φρόντιζε όμορφα, διάλεγε καλά κομμάτια, συμφωνούσε καλές τιμές με τους εισαγωγείς, πλήρωνε μετρητά (δεν είχε ποτέ του βγάλει μπλοκ επιταγών, το έλεγε και δεν το πίστευαν!), και δεν κράταγε στοκ. Είχε δείγματα απο κάθε μοντέλο κράνους ή ρούχου, και με το που συμφωνούσε ο πελάτης (στις πολύ καλές τιμές που έκανε, μέτραγε και το χαμόγελό του γιατί ήταν συμπαθητικός τύπος), μέσα σε ένα δεκάλεπτο είχε πεταχτεί, αυτός ή η γυναίκα του, στον αντιπρόσωπο και γύριζε με το εμπόρευμα έτοιμο. Σιγά σιγά άρχισε να στέλνει και επαρχία, σε άτομα αλλά και σε μαγαζιά που για τον Χ ή Ψ λόγο δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να πάρουν κατ’ ευθείαν από τον εισαγωγέα. Ναι, πώς δεν ήθελε ένα υπάλληλο, για να μένει αυτός στο μαγαζί, και να μπορέσει να γυρίζει και η Γιάννα στο σπίτι απο το μεσημέρι –ο ίδιος κόντευε τα σαράντα, αυτή πατούσε τα τριανταδύο, τους είχε φάει η δουλειά και καιρός ήταν να μεγαλώσουν την οικογένεια.
-“Έλα αύριο και τα ξαναλέμε”, είπε στον Χρήστο, που δεν είχε κουνηθεί ούτε χιλιοστό απο τη θέση του περιμένοντας να ακούσει την απόφαση του νέου του αφεντικού. -“Α, για πες μου, μηχανάκι οδηγάς; Έχεις δικό σου μηπως; Με τι είσαι εδώ;”, πρόσθεσε και κύταξε έξω στο δρομο μήπως δει κατι που να ταίριαζε με την ταλαιπωρημένη αλλά περήφανη στάση του παιδιού.
-“Να οδηγώ ξέρω, και μηχανάκι θα βρώ”, απάντησε εκείνος, και έκανε να φύγει. Στη πόρτα κοντοσταθηκε, γύρισε, μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με “ευχαριστώ”, και μετά χάθηκε στο δρόμο.
Αυτά όμως είχαν γίνει πριν απο πολύ καιρό, πριν απο πολλά χρόνια, και τώρα είχαν περάσει τα Χριστούγεννα με μια μιζέρια που δεν πίστευε ότι θα ξαναζήσει απο τοτε που, έφηβος, είχε φύγει από το πατρικό του, σε εκείνη την “Πρωτευούσα Νομού” της Πελοποννήσου. Κάθε πρωί έτρεμαν μην τους κόψουν το απλήρωτο ρεύμα στο σπίτι και στο μαγαζί, τα ψώνια έφταναν ίσα ίσα για να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό γι’ αυτούς και τα παιδιά (που δεν είχαν καταλάβει, ακόμα, τίποτα), και οι απλήρωτες δόσεις απο τα δάνεια, η πίεση απο τους ανοιχτούς λογαριασμούς, ο τρόμος απο τα μαζεμένα ενοίκια και οι κατασχέσεις όλων των λογαριασμών απο τους φόρους και τα ταμεία που εδώ και πολλούς μήνες μαζεύονταν σε κλειστά φάκελλα πάνω στο γραφείο, είχαν δημιουργήσει μια αδιεξοδη κατάσταση, μια ατμόσφαιρα βαριά, μια ψυχολογία θανάτου.
Ο Θανάσης σηκώθηκε και πήγε στη πόρτα. Κοίταξε απέναντι, στο ολόφωτο, μεγάλο, βαρυφορτωμένο κατάστημα ενός, απο τους πολλούς, συναδέλφους του μεγάλου δρόμου, που όλοι πάνω-κάτω πούλαγαν τα ίδια πράγματα. Άλλαζαν οι φίρμες, τα χρώματα, οι τιμές, αλλά αυτός ήξερε τη δουλειά, ήξερε ότι όλα πάνω κάτω ήταν τα ίδια. Εμπαινε συνεχεια κόσμος, και έβγαινε μετά απο λίγο με μεγάλες σακούλες. -“Ποιά κρίση, το φιλότιμό μου…”, μονολόγησε. Έτσι έλεγε στον εαυτό του στην αρχή (αφού είχε ξεκινήσει ο κατήφορος). Ότι έφταιγε η κρίση, και ότι η αγορά θα άνοιγε (λες και ήταν κονσερβα!), και ότι θα ρεφάριζε τις ζημιές, και ότι δεν έπρεπε να κλείσει το μαγαζί μετά απο τόση επιτυχία. Κουταμάρες… Έμεινε ακίνητος για λίγο βλέποντας αφηρημένα τα αυτοκίνητα να περνούν ασταμάτητα, και σκέφτηκε μελαγχολικά ότι είχε φτάσει στο τέλος: Το χαρτί της εξωσης ήταν ξεκάθαρο: Μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου το πολύ έπρεπε να έχει αδειάσει τον χώρο, διαφορετικά ο ιδιοκτήτης θα τον σφράγιζε με κλητήρες, κλειδαράδες και την αστυνομία. Θα έχανε τα πάντα. Δουλειά, μαγαζί και “όνομα”. Εκεί σταματούσε το μυαλό του, μη μπορώντας να σκεφτεί παρακάτω. Έτσι μηχανικά είχε παραλάβει και την απόφαση του δικαστηρίου για την έξωση -δεν είχε χρήματα να βάλει δικηγόρο μήπως και κέρδιζε λίγο χρόνο, άσε που δεν πίστευε πιά σε τίποτα, κι έκατσε παθητικά να παρακολουθεί το τέλος του, σαν να ήταν το τέλος κάποιου άλλου.
Αύριο, ξημέρωνε η 30η.
Δεν το είχε πει στη Γιάννα.
Δεν του είχε μείνει ούτε αμάξι ούτε μηχανή για να πουλήσει, και ποτέ του δεν θα πήγαινε σε κανένα να ζητήσει βοήθεια, ούτε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο του που λένε.
-“Ποιά κρίση…”, μουρμούρισε και πάλι, και άθελά του το βλέμμα του πέταξε στη μαύρη τρύπα που οδηγούσε στη σκάλα του υπογείου, στον χώρο που βρισκόταν τακτοποιημένος ο λόγος της καταστροφής του, και που δεν κατέβαινε πια παρά μόνο για την τουαλέτα, αποφεύγοντας να ανάψει το μεγάλο φως για να μην β,επει τις στοίβες με τα αμέτρητα κουτιά που έφταναν μέχρι το ταβάνι. Ξανάκατσε στη φθαρμένη διευθυντική του πολυθρόνα, προσεκτικά μην πέσει προς τα πίσω απο το σπασμένο ελατήριο της ανάκλισης, και κάρφωσε με τα μάτια μια σελίδα-οπισθόφυλλο ενός περιοδικού μοτοσυκλέτας που ξέφευγε απο την πρόχειρη στίβα, με μια πολύχρωμη, εντυπωσιακή διαφημιση και το όνομά του φαρδιά πλατιά στο κάτω μέρος: Θανάσης Τάδε, Αντιπρόσωπος-Εισαγωγέας.
-“Ποια κρίση, το κέρατό μου…”, μουρμούρισε, και συνέχισε να περιμένει μάταια τους πελάτες που περνούσαν απ’έξω και πήγαιναν όλοι καρφωτοί ή στον διπλανό ή στον απέναντι…
Ο Χρήστος, ή “ο Αλβανός” όπως τον έλεγαν οι προμηθευτές που τον έστελνε, είχε αποδειχθεί καλός βοηθός, αν και λίγο παράξενος. Η Γιάννα δεν τον ήθελε απο την αρχή, γιατί έλεγε ότι δεν ξέρουν τίποτε γι’ αυτόν, ούτε που μένει, ούτε αν έχει συγγενείς, ούτε και αν είναι αληθινό το όνομά του. Τους είχε παρουσιάσει, φυσικά, ένα διαβατήριο, αλλά τι πάει να πει; Οποιος ήθελε εύκολα προμηθευόταν ένα Αλβανικό διαβατήριο εκείνες τις μέρες. Τα Ελληνικά ήταν το πρόβλημα! Αλλά και ο Θανάσης κάτι άρχισε να υποψιάζεται όταν πρότεινε στον μικρό να τον βάλει στo IKA (η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκε μη γίνει έλεγχος με βαρυ πρόστιμο) και ο Χρήστος αρνήθηκε με πάθος: -“Οχι, σε παρακαλώ”, του είπε. -“Δίνε μου παραπάνω χρήματα αν θέλεις, αλλά όχι στο ΙΚΑ, τι να το κάνω; Δεν θα μείνω για πάντα εδώ ξέρεις”.
Μια μέρα, ο Χρηστος ήρθε στη δουλειά με μια ολοκαίνουργια μοτοσυκλέτα. Είπε ότι ήταν ενός φίλου του, αλλά ο Θανάσης δεν τον πίστεψε, κι αυτός δεν την εμφάνισε ξανά. Μιά άλλη φορά, αγόρασε απο το μαγαζί μια πανάκριβη δερμάτινη φόρμα, πάντα πατσίζοντας τα μεροκάματά του. -“Τι την θές τη φόρμα βρε παιδάκι μου; Για το σκουτεράκι σου, ή μήπως για τη… μοτοσυκλέτα του φίλου σου;”, τον ρώτησε ο Θανάσης, αλλά απάντηση δεν πήρε. Εκείνο τον καιρό βεβαια είχε αλλού το μυαλό του και δεν τον πολυένοιαζε το κάνει ο υπάλληλος, φτάνει που του ήταν πιστός και δούλευε σκληρά και τίμια. Γιατί μετά απο πολλά χρόνια, και με την αγορά να ανεβαίνει και να δυναμώνει συνεχώς, ο Θανάσης αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα “και να δουλέψει για τον εαυτό του”, δηλαδή να φέρει ο ίδιος τη δική του αντιπροσωπεία με κράνη και να έχει το εισαγωγικό κέρδος, όχι πια μόνο την προμήθεια. Το μελέτησε, πήγε σε διεθνείς εκθέσεις, ταξίδεψε σε δυό τρείς χώρες, και δίνοντας ό,τι είχε και δεν είχε μαζέψει (για το σπίτι που ποτέ δεν αγόρασε με τη γυναίκα του) μαζί με ένα σοβαρό δάνειο απο μια πρόθυμη Τράπεζα, φόρτωσε μιά τεράστια παραγγελία, που έφτασε ένα απόγευμα στο μαγαζί με μια νταλίκα που έκλεισε το δρόμο, και ξεφόρτωναν μέχρι αργά το βράδυ μαζί με τον Χρήστο.
Το άλλο πρωϊ όμως, ο Χρήστος δεν φάνηκε. Ο Θανάσης πήγε κατά τις εννιά, όπως πάντα, και τα ρολλά ήταν ακόμα κατεβασμένα με τα λουκέτα στη θέση τους. Τέσσερα χρόνια δεν είχε λείψει ούτε μία μέρα ο Χρήστος. “Ρολόϊ” σωστό, απο το πρωϊ μέχρι το βράδυ, έξη μέρες την εβδομάδα, και τώρα άφαντος και δεν απαντούσε στο κινητό που καλούσε ασταμάτητα. Δεν πέρασε μια ώρα, και δύο αξύριστοι τύποι με κάτι φτηνιάρικα δερμάτινα πολιτικά μπουφανάκια μπήκαν στο μαγαζί:
-“ Καλημέρα, είστε ο κ. Τάδε;”
-“Ναι, εγώ”
-“Τον Ντόριαν Βλάχου τον ξέρετε;”, του λένε, και του δείχνουν μια φωτογραφία του Χρήστου ανφάς προφίλ απο τη Σήμανση! Κόκκαλο ο Θανάσης:
-“Μα αυτόν τον λένε Χρήστο, τον ξέρω χρόνια, φιλαράκι, με βοηθάει στο μαγαζί καμμια φορά, και…”
-“Κύριέ μου, λέγεται Βλάχου Ντόριαν, είναι Αλβανός, δυνατός κακοποιός απο σπείρα που παρακολουθούμε μήνες και τους συλλάβαμε όλους χτες, δηλαδή τους περισσότερους, πάνω σε μεγάλη δουλειά. Πηγαίνουν οπλισμένοι και χτυπάνε επιχειρήσεις τη νυχτα. Δένουν τους φύλακες και σηκώνουν τα πάντα απο εργοστάσια και μεγάλα μαγαζιά, τα φορτώνουν και τα στέλνουν εκτός Ελλάδας, σε Αλβανία, Σκόπια, Κόσσοβο, Κροατία, Βουλγαρία, με νταλίκες ή πλοία απο την Ελευσίνα, κανονικά με χαρτιά και τιμολόγια, πλαστά αλλά φαινομενικά νομότυπα. Θα σας χρειαστούμε στην Ασφάλεια αμέσως. Δεν σας συλλαμβάνουμε, αλλά πρέπει να ερωτηθείτε για πολλά και θα δούμε τι θα μας πείτε”.
Ο Θανάσης πήρε τηλεφωνο στο σπίτι και είπε στη Γιάννα ότι έπρεπε επειγόντως να πάει στην Τράπεζα. -“Ελα κράτα το μαγαζί και περίμενέ με. Πάρε και τα παιδιά αν δεν μπορεί να τα φυλάξει η φίλη σου απο δίπλα”.
Στην Ασφάλεια ζήτησε να δει τον Χρήστο. Του το επέτρεψαν, εκεί στο γραφείο του αρχιφύλακα, όπως τον είχαν σε μια καρέκλα με τις χειροπέδες. Σήκωσε τα μάτια θαρρετά ο Αλβανός και τον κοίταξε. –“Ρέ Χρήστο, έτσι είπαμε ρε;”, μουρμούρισε στενοχωρημένος ο Θανάσης. Ο άλλος δεν ντράπηκε: – “Σε σένα ήμουνα σωστός. Δεν ήμουνα; Άσε για τα δικά μου να καθαρίσω μόνος μου. Και σε ευχαριστώ που με πήρες και που με κράτησες. Δεν το ξέχασα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου. Πες στη Γιάννα, όταν το μάθει, να με συγχωρέσει. Αυτή, τη ντρεπομαι”.
Ο Θανάσης πήγε και βρήκε ένα δικηγόρο ποινικού δικαίου να αναλάβει με έξοδά του την υπόθεση, έστειλε και χρήματα στον Χρήστο που ήταν προφυλακισμένος, αλλά αυτός δεν τα πήρε και του τα γύρισε πίσω. Έμαθε πότε θα γινόταν η δίκη, και κανόνισε να πάει σαν μάρτυρας υπεράσπισης, παρ’ ότι μέσα του δεν το καταλάβαινε απόλυτα: “Πας να υπερασπίσεις έναν που έμπαινε και άρπαζε περιουσίες, απειλούσε ανθρώπους του μεροκάματου και τους άφηνε δεμένους να βογκάνε;”, έλεγε στον εαυτό του. -“Δεν έχεις το δικαίωμα αυτό, απέναντι στη κοινωνία”. Και μετά, σκεφτόταν ότι θα μίλαγε μόνο για τα όσα ηξερε αυτός για τον “Χρήστο -Ντόριαν”, που ήταν μόνο καλά. Ας αποφάσιζαν οι δικαστές. Κάθε άνθρωπος έχει και μια καλή πλευρά, που ίσως και να παλεύει να επικρατήσει. Δεν θα γινόταν αυτός ο κριτής του.
Στη δίκη, γινόταν χαμός. ‘Επιασε μια ματιά του Χρήστου (δεν μπορούσε να τον συνηθίσει σαν Ντόριαν) και κατάλαβε ότι ο Αλβανός πρέπει να ένιωσε τεράστια έκπληξη που τον είδε. Δεν μίλησαν καθόλου. Οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, ανάμεσά τους και δυό Έλληνες, είχαν ένα στρατό μάρτυρες ο καθένας, τόσο ψεύτικους και βαλτούς ώστε ούτε τα ονόματά τους δεν είχαν αποστηθίσει καλά καλά, και ο Πρόεδρος τους έκοβε και τους έδιωχνε πριν τελειώσουν, παρά τις διαμαρτυρίες των συνηγόρων, απειλώντας ότι θα τους παραπέμψει για ψευδομαρτυρία. Όταν ήρθε η σειρά του Θανάση, πλησίασε την έδρα και είπε όσα ήξερε για τον “Χρήστο”. Που ήταν όλα μόνο καλά: -“Σωστός, δουλευτής, τίμιος, πιστός στο μαγαζί, εμπιστοσύνης, είχε τα κλειδιά, του άφηνα το ταμείο, τον έστελνα να πηγαινοφέρνει με το αμάξι τα παιδιά μου”. Τον κοίταξε καλά καλά ο Πρόεδρος πάνω απο τα γυαλιά του, και του είπε ξερά ότι μπορεί να πηγαίνει, πριν καν αρχίσει να τον ρωτάει διάφορα ο δικηγόρος. Και φαίνεται ότι τον πίστεψε, γιατί ο Χρήστος, ή Ντόριαν πιο σωστά, ήταν ο μόνος απο τη συμμορία που του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό, και η ποινή που πρότεινε ο Εισαγγελέας και μείωσε ακόμα περισσότερο ο Πρόεδρος, ήταν η χαμηλότερη όλων. Τον έστειλαν να την εκτίσει στις φυλακές Κέρκυρας, και ο Θανάσης δεν άκουσε ξανά τίποτα γι’ αυτόν.
Δυό τρείς μέρες μετά, η Ελλάδα πτώχευσε. Και άρχισε ο πραγματικός εφιάλτης για τον Θανάση…
Στην αρχή, που ο κόσμος δεν είχε καταλάβει τι τον είχε χτυπήσει, κάτι πήγε να κουνηθεί με τα καινούργια κράνη, παρά την κατηφόρα που πήρε η οικονομία. Εβαλε διαφημίσεις, έδωσε και κράνη μαζί με λίγα μετρητά για έξοδα συμμετοχής σε κάτι παιδιά που έτρεχαν στο Μoto Cross και στην πίστα, και τέλος πήρε τηλέφωνο όλους τους πελάτες του απο την Επαρχία και τους ζήτησε να του βάλουν μια παραγγελία απο τα δικά του κράνη. Εκείνοι όμως, δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι, παρ’ ότι αυτός τους είχε βοηθήσει τόσες φορές:
-“Άκου Θανάση”, του έλεγαν , -“Αλλο το επώνυμο κράνος που πουλάει μόνο του, κι άλλο το δικό σου. Άμα θέλεις, στείλε μας παρακαταθήκη μια σειρά μοντέλα σε όλα τα νούμερα, και θα τα σπρώξουμε, όσο μπορούμε”. Τι να κάνει ο Θανάσης, έστειλε κράνη εδώ κι εκεί σε όλη την Ελλάδα με δελτία αποστολής, και περίμενε μάταια να του τα πληρώσουν. Ή τουλάχιστον να του ζητησουν να τα τιμολογήσει. ‘Επαιρνε κάθε τόσο τηλέφωνο, και ρωτούσε τα μαγαζιά στις διάφορες πόλεις: -“Τι έγινε αδερφέ, έδωσες κανένα κράνος;”. Οι απαντήσεις ήταν ταυτόσημα αρνητικές απο παντού: -“Δεν τα ζητάνε Θανάση μου, δεν φεύγουν, και τώρα ήρθαν νέα χρώματα απο τους άλλους και θέλουν αυτά”. Παίρνει κι αυτός μια Δευτέρα το αμάξι, και φεύγει για την επαρχία. Στο πρώτο μεγάλο μαγαζί που μπήκε, ο έμπορος τον υποδέχτηκε με νευρικό χαμόγελο, αλλά τα κράνη πουθενά!
-“Που τάχεις τα κράνη μου βρε παλληκάρι; Έτσι είπαμε; Κρυμμένα τάχεις; ”
-“Ναι βρε Θανάση, επειδή, καταλαβαίνεις, ήρθε το νέο εμπόρευμα του άλλου που είναι ο μεγάλος προμηθευτής μου, τα κατέβασα για λίγο στην αποθήκη, και θα τα βγάλουμε πάλι”. Εφυγε πικραμένος αλλά ανυποψίαστος ο Θανάσης, πήγε στον άλλον, και στον άλλον, και στον άλλον, αλλά τα κράνη του πουθενά! Όλοι με κάτι μιοσόλογα του δικαιολογούνταν, κάποιοι τα είχαν σε κάτι πίσω ράφια θαμμένα, και μόνο ένας μεγάλος και σε χρήμα και σε ηλικία τον πήρε παράμερα και του είπε: -”Θανάση, οι πιο πολλοί τα πούλησαν να ξέρεις τα κράνη σου, όχι στην τιμή που τα ζητάς, αλλά όσο όσο για να φύγουν. Αν θελήσεις να τα πάρεις πίσω, δεν θα στα δώσουν γιατί δεν τα έχουν πια. Ούτε και θα στα πληρώσουν, γιατί θα σου πουν κάτι που είναι αλήθεια: Δεν είναι καλά τα κράνη παλληκάρι μου! Ξεθωριάζουν τα χρώματά τους στον ήλιο και πολυμερίζονται τα πλαστικά μέρη και τα υφάσματα στο εσωτερικό τους. Μπορεί η φίρμα να λέει ό,τι λέει, αλλά δεν είναι καλά τα κράνη. Μην ξαναπαραγγείλεις απο τους απατεώνες, και φρόντισε να διώξεις σε προσφορά όσα έχεις, που δεν θα έχεις και πολλά εύχομαι, για να μη σου μείνουν”.
Ο Θανάσης πήρε πίσω τα (απούλητα) κράνη του καλού ανθρώπου, τον ευχαρίστησε και γύρισε αστραπή στην Αθήνα, Παρ’ ότι ήταν αργά, σχεδόν ξημερώματα, πήγε γραμμή στο μαγαζί. –“Απατεώνες; Πολυμερίζονται; Να μην ξαναπαραγγείλω; Μα εγώ έχω στην αποθήκη πέντε χιλιάδες κομμάτια, και αλλες πέντε χιλιάδες στην εταιρεία logistics που τα εκτελώνισε…”. Τρέχει στη βιτρίνα, αρπάζει όσα κράνη μπορεσε να κρατήσει στα δυό του χέρια και κατεβαίνει στο υπόγειο. Ψάχνει, βρίσκει τα ίδια, ανοίγει τα κουτιά και τα βάζει δίπλα δίπλα. Ναι, σαν να έχουν διαφορά τα χρώματα, αλλά δεν είναι σίγουρος. Θα πρέπει να περιμένει το φως της μέρας. Πιάνει ένα άλλο κουτί, απο τα πιο παλιά, τα πρώτα που έφερε. Το ανοίγει, το ψάχνει, και… του έμεινε η επένδυση στο χέρι. Είχε ξεκολλήσει! Αρχίζει να κατεβάζει κουτιά και να τα ανοίγει. Να κατεβάζει και να ανοίγει: Ολα είχαν καποια ζημιά! Άλλα στα αυτοκόλλητα, άλλα στις ταπετσαρίες. Όταν ανέβηκε εξαντλημένος στο γραφείο είχε ξημερώσει, και η κοπέλλα που είχε πάρει για τα τηλέφωνα τουρτούριζε έξω απο την πόρτα -κλειδί δεν θα έδινε ξανά σε κανέναν. Της άνοιξε, και της είπε ότι θα επέστρεφε λίγο αργότερα. Πήρε ένα καφέ στο αυτοκίνητο και πήγε σπίτι. Έπρεπε να μιλήσει στη γυναίκα του.
Πέρασαν πέντε χρόνια απο εκείνη τη μέρα. Το μαγαζί του Θανάση άντεξε κάμποσο καιρό, αλλά γρήγορα μαθεύτηκε ότι τα κράνη του δεν ήταν καλά (που βέβαια δεν ήταν, όσο κι αν πάλευε με κόλλες να τα μαζέψει ατέλειωτα βράδυα, μαζί με τη Γιάννα και την κοπέλλα -μέχρι που την έδιωξε γιατί δεν μπορούσε να την πληρώνει). Οι πρώην προμηθευτές του, δεν του συγχώρησαν ποτέ το ότι θέλησε να γίνει κι αυτός μεγάλος, και δεν του έδιναν εμπόρευμα παρά μόνο μετρητοίς και χωρίς έκπτωση, ακριβότερα απο ότι το πουλούσαν οι ίδιοι απο τα καταστήματά τους. Σε αυτό το επάγγελμα, και εδώ που τα λέμε σε κάθε επάγγελμα, οι άνθρωποι χαίρονται με την αποτυχία του άλλου, και οι άγγελοι είναι πολύ ψηλά και πολύ ανήμποροι για να αλλάξουν την ανθρώπινη αδυναμία και να κατευνάσουν τα αισθήματα θηρίου που τους κάνουν να κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον με προσποιητά χαμόγελα. Έβαλε λοιπόν στο μαγαζί κάτι “αξεσσουάρ” σαν όλων των άλλων, έβαλε προσφορές σαν όλων των άλλων, κατέβασε τις τιμές στα κράνη του (που είχαν πια παλιώσει και σαν σχέδια και σαν χρώματα), πήγε και να τα διαθέσει σε ένα κλάσμα της τιμής τους σε μεγάλες αλυσσίδες πολυκαταστημάτων, αλλά εκεί το τμήμα προμηθειών του έδειξε τιμολόγια για πολύ καλύτερα και πιο καινούργια κράνη που αγόραζαν σε ακόμα χαμηλότερη τιμή! Το χειρότερο όμως όλων, και το μεγαλύτερο “πρόβλημα” του Θανάση (γιατί ¨μειονέκτημα “ δεν μπορείς να το πεις) ήταν η τιμιότητά του! Παρά τα προβλήματα και τις φτωχικές εισπράξεις, στερούσε και απο τη δουλειά αλλά και απο την οικογένειά του τα πάντα, για να μπορεί να είναι εντάξει με τις δόσεις του Τραπεζικού δανείου, με τα νοίκια του μαγαζιού και με τους προμηθευτές που ακόμα συνεργαζόταν. Δεν χρωστούσε σε κανέναν, και παρά το γεμάτο με κράνη υπόγειο που του ειχε γίνει εφιάλτης, συνέχιζε να ελπίζει ότι “θα γυρίσει” η οικονομία, κατηγορώντας μάλιστα τα κανάλια της τηλεόρασης και τους πολιτικούς για το αρνητικό κλίμα που έφερναν στην αγορά με την αντιπολιτευτική τους τακτική. Δίπλα όμως, και απέναντι, στον άλλο δρόμο και στην άλλη συνοικία, παρά την κρίση που συνεχώς βάθαινε περιλαμβάνοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους που έχαναν τα εισοδήματά τους και αναγκάζονταν να αλλάξουν τρόπο ζωής, άνοιγαν συνεχώς μεγάλα και εντυπωσιακά καταστήματα με ακριβά ρούχα μοτοσυκλέτας σε καλές τιμές, και τα προϊόντα φαίνονταν περισσότερα και πλουσιότερα παρά ποτέ. Ο Θανάσης, εκτός αγοράς πλέον, το πάλευε, και είναι αλήθεια ότι προσπάθησε όσο μπορούσε, αλλά, μοιραία, οι δόσεις έμειναν πίσω και η Τράπεζα δέσμευσε και κατόπιν εκπλειστηρίασε τα κράνη της μεγάλης αποθήκης, τα νοίκια μαζεύτηκαν μέχρι που έφτασε να οφείλει έναν ολόκληρο χρόνο και να μετράει λίγες ώρες πριν την έξωση, μετρητά για εμπόρευμα δεν υπήρχαν, και να τώρα, αυτά τα τελευταία Χριστούγεννα, κανείς δεν μπήκε στο μαγαζί με τα χαμηλά φώτα και τα κράνη με την κακή φημή. Στο μαγαζί με την εντυπωσιακή αλλά ξεθωριασμένη επιγραφή και τα “υπόλοιπα” δερμάτινα μπουφάν, που ακόμα κι αν σου άρεσε κάποιο, ήταν εντελώς απίθανο το να βρείς το νούμερό σου, γιατί τα “καλά” είχαν εξαντληθεί απο καιρό.
“-Ποιά κρίση, που να με πάρει και να με σηκώσει ο γεροδιάβολος…”, άρχισε πάλι να μονολογεί, βάζοντάς τα με το εύκολο και πρόχειρο θύμα, δηλαδή τον εαυτό του που θεωρούσε σαν μόνο και αποκλειστικό υπεύθυνο (ούτε η κρίση του έφταιγε πιά, ούτε άλλος κανείς), όταν πρόσεξε ξαφνικά ότι έξω η κίνηση είχε κόψει, γιατί βυθισμένος στην αναπόληση είχε αφήσει την ώρα να φύγει χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε. Είχε πάει δέκα και μισή. Έμεναν λίγες μόνο ώρες μέχρι να ξημερώσει και να χάσει τα πάντα. Στην τσέπη του δεν είχε ούτε σεντ. Ίσα ίσα βενζίνη στο μηχανάκι της δουλειάς για να γυρίσει σπίτι. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι και να είχε μπεί πελάτης, δεν θα είχε ρέστα να του δώσει και θα τα ζήταγε ακριβώς! Το “έχανε” και το καταλάβαινε! Αδυνατούσε να εστιάσει στην πραγματικότητα. Μεθαύριο Πρωτοχρονιά; Μπαίνει το 2018;
Μέχρι εκεί έφτασε η σκέψη του, όταν ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει. Σήκωσε το κεφάλι και είδε έναν θεόρατο άνθρωπο στο κατώφλι, που έμεινε εκεί, μισός μέσα και μισός έξω, σαν κάτι να περίμενε. Ο Θανάσης σηκώθηκε, έκανε δύο βήματα μπροστά και σκέφτηκε αν άραγε θα τον πίστευαν, σε περίπτωση που ήταν ληστές, όταν τους έλεγε ότι δεν είχε καθόλου χρήματα, ή θα τον τσάκιζαν στο ξύλο. Σιγά, τι να φοβηθεί πια… Θα τους έδινε ευχαρίστως ακομα και τα κλειδιά! Είδε έξω ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο να σταματάει στο πεζοδρόμιο, και πρόσεξε ένα τεράστιο φορτηγό σε κάποια απόσταση πιό πίσω. Ο γιγαντόσωμος άντρας στην πόρτα γύρισε προς το μέρος του, και είδε ότι ήταν ξανθός και φορούσε γυαλιά καθρέφτες, παρά το σκοτάδι. ‘Αλλοι δύο άνδρες βγήκαν απο το αυτοκίνητο, ο πρώτος με ακριβό καμηλό παλτό και μεταξωτό λευκό κασκόλ και ο δεύτερος, επίσης καλοντυμένος, ακολουθούσε κρατώντας απο ένα χαρτοφύλακα σε κάθε χέρι. Ο Θανάσης πισωπάτησε μέχρι που ακούμπησε στο γραφείο. Ο γίγαντας στη πόρτα παραμέρισε με κάποιο σεβασμό, και ο καλοντυμένος άνδρας μπήκε με ελαφρό βήμα στο μαγαζί και στάθηκε στο κέντρο, κυττώντας γύρω του αργά και προσεκτικά. Όταν τελείωσε την εξέταση, σήκωσε το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε:
-“Καλησπέρα κύριε Θανάση. Είμαι ο Χρήστος…”
Τώρα είναι επτά το πρωϊ, 30 Δεκεμβρίου 2017, και η κίνηση έχει αρχίσει να δυναμώνει έξω στο δρομο. Ο ουρανός φαίνεται ότι θα είναι καθαρός, μια ηλιόλουστη μέρα θα ξημερώσει. Αλλά ο Θανάσης είναι καθισμένος στην πολυθρόνα του, στο γραφείο, σε μια παράξενη κατάσταση μεταξύ πραγματικότητας και νιρβάνα. Το μαγαζί είναι αναστατωμένο, το πάτωμα γεμάτο πατημασιές, χαρτιά και σκισμένα κουτιά σκόρπια εδώ κι εκεί, και τα ράφια άδεια με τη σκόνη να δείχνει ξεκάθαρα τη θέση όλων των πραγμάτων που ήταν εκεί μέχρι το προηγούμενο βράδυ. Ο χώρος είναι παγωμένος, αλλά ο Θανάσης δεν αισθάνεται κρύο, γιατί είναι ολότελα δοσμένος στην προσπάθεια του να πείσει τον εαυτό του ότι όσα συνέβησαν τις προηγούμενες ώρες ήταν αληθινά. Και κάθε τόσο έσκυβε κάτω απο το γραφείο να δει αν η μεγάλη τσάντα ήταν στη θέση της, και κοίταγε τον σωρό με τα σκόρπια τιμολόγια, τις κάρτες, τις σφραγίδες, και τα δελτία αποστολής πάνω στο τραπέζι, πριν γείρει πίσω στη θέση του και ξεκινήσει ένα νέο κύκλο σκέψης, που άλλαζε απο απορία σε χαρά, και απο ανακούφιση σε ευτυχία.
Ο Χρήστος-Ντόριαν του είχε πει ότι οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, και ότι ασχολείτο πιά με το εμπόριο, το νόμιμο εμπόριο, μην αφήνοντας τον Θανάση να ρωτήσει τίποτε άλλο και λέγοντάς του ότι για εκείνον θα ήταν πάντα ο Χρήστος. Και τώρα βρισκόταν εκεί, γιατί είχε μάθει ότι στο υπόγειο του μαγαζιού υπήρχαν ακόμα απούλητα όλα εκείνα τα κράνη που είχαν ξεφορτώσει μαζί, την τελευταία μέρα δουλειάς του πριν το, χμμμ, πριν το “άτυχο” γεγονός. Και εντελώς συμπτωματικά, είχε μόλις πάρει μια παραγγελία για πέντε χιλιάδες κράνη απο μια ομάδα συνεργατών του, που θα τα διέθετε στις βαλκανικές χώρες (δεν έχει σημασία το που, είπε στον Θανάση), και αν ο Θανάσης ήθελε θα μπορούσε να τα αγοράσει αμέσως εκείνη τη στιγμή, κανονικά, με τιμολόγια και κατάθεση ηλεκτρονική στο λογαριασμό του! -“Μα, δεν θα μείνει τίποτα, θα τα πάρουν όλα οι πιστωτές μου, οι τράπεζες, η Εφορία, είναι όλα δεσμευμένα”, είχε ψελλίσει ο Θανάσης, προσθέτοντας ότι -“και τα κράνη είναι χάλια, δεν μπορώ να στα δώσω, δεν θα σου κάνουν”. Ο Χρήστος όμως τον είχε καθησυχάσει: -“Δική μου δουλειά το πως θα τα διαθέσω. Όσο για την τιμή, σου έχω μια πρόταση. Εκατό Ευρώ το κομμάτι, τα μισά κατάθεση και τα υπόλοιπα μετρητά, να ξοφλήσεις όσα χρωστάς και να μείνει και κάτι για το σπίτι και …για τη δουλειά”, συμπλήρωσε κοιτάζοντας γύρω του αβέβαια, και γυρίζοντας στον βοηθό του, του έγνεψε, δείχνοντας το γραφείο. Εκείνος, έβγαλε απο τη μία βαλίτσα ένα φορητό υπολογιστή που ήταν σε λειτουργία, και κύτταξε ερωτηματικά τον Χρήστο. –“Που είναι το βιβλιάριο, κύριε Θανάση;”, ρώτησε μαλακά τον αποσβολωμένο έμπορο. Του έδειξε το συρτάρι, άνοιξε, το πήρε και το έδωσε στον βοηθό του που σε λίγα λεπτά σταμάτησε την πληκτρολόγηση και είπε: -“Τα 250.000 Ευρώ κατατέθηκαν στον λογαριασμό του κυρίου Τάδε”. Ο Χρήστος τότε πήρε τη στιβα των μπλοκ με τα διάφορα τιμολόγια και δελτία, τα έβαλε μπροστά στον Θαναση και του είπε χαμογελώντας: -“Έλα κύριε Θανάση, άρχισε να κόβεις, για να φορτώσουν τα παιδιά την νταλίκα. Στο όνομα της εταιρείας μου, εδώ, δες την σφραγίδα”. Την πήρε ο Θανάσης και διάβασε σιωπηλά: Cristo Vlachou S.A. Tirana Import Export…
Κι έτσι έγινε σιωπηλά μέσα στη νύχτα, όπως ο Χρήστος ξαναφόρτωσε με τους δικούς του υπαλλήλους τα κράνη που είχε κατεβάσει στο υπόγειο τόσα χρόνια πριν, και το παλιό του αφεντικό έκοβε τιμολόγια και δελτία. Δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Μόνο ο Χρήστος είχε ρωτήσει για τη Γιάννα και τα παιδιά, που είχαν πια μεγαλώσει, και όπως ο άλλος του είπε ότι όλοι ήταν καλά, και ότι στο μέλλον, χάρις σε εκείνον, θα είναι ακόμα καλύτερα, η ματιά του Χρήστου-Ντόριαν σαν να σκοτείνιασε απο ένα σύννεφο μελαγχολίας που γρήγορα πέρασε και χάθηκε. Οταν οι εργάτες του κόντευαν να τελειώσουν, είπε στον Θανάση να κόψει τιμολόγια και για όλα όσα ήταν στα ράφια του μαγαζιού: -“Έτσι κι αλλιώς αυτά εδώ αποκλείται να τα πουλήσεις. Εγώ μπορώ”.
Κάποτε, όλοι τελείωσαν και αποτραβήχτηκαν διακριτικά. Έμεινε μόνο ο Χρήστος και ο Θανάσης, με τον ξανθό γίγαντα έξω απο την πόρτα να παρατηρεί τον άδειο δρόμο πίσω απο τα γαλάζια του γυαλιά-καθρέφτες. Ο Χρήστος σηκώθηκε, και ακούμπησε πάνω στο γραφείο τον δεύτερο χαρτοφύλακα που είχε στα πόδια του, τον έσπρωξε απαλά προς τον Θανάση κάνοντας ένα ενθαρρυντικό νόημα, κι αυτός τον άνοιξε και έμεινε να κυττάζει άφωνος τις δεσμίδες με τα χαρτονομίσματα. –“Αυτά είναι τα υπόλοιπα, τα μετρητά, τα άλλα διακόσια πενήντα”, του είπε. –“Αλλά δεν ξοφλήσαμε, κύριε Θανάση. Και πάλι σου χρωστάω”. Σηκώθηκε, έκανε να απλώσει το χέρι αλλά δεν ολοκλήρωσε τη κίνηση. Τράβηξε το παλτό του, μουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό, κάτι σαν “θα τα ξαναπούμε”, και πριν προλάβει ο Θανάσης να σηκωθεί, γύρισε κι έφυγε. Πριν ακόμα βγεί απο το μαγαζί, ο ξανθός είχε ανοίξει την πόρτα του μαύρου αυτοκινήτου. Σε δευτερόλεπτα είχαν χαθεί και έμειναν μόνο οι καπνοί απο την πανίσχυρη ντήζελ της νταλίκας που τους ακολούθησε να στροβιλίζονται στο ημίφως.
Ο Θανάσης άνοιξε το κινητό του που το είχε μόνιμα κλειστό τον τελευταίο καιρό για να αποφεύγει τους ανεπιθύμητους πιστωτές. Ήταν γεμάτο κλήσεις και μηνύματα απο το σπίτι. Κάλεσε το νούμερο. Δεν πρόλαβε να χτυπήσει και η γυναίκα του το σήκωσε με μια φωνή γεμάτη αγωνία, που μόλις τον άκουσε μεταλλάχθηκε σε δικαιολογημένη οργή: -“Που ήσουν…” άρχισε όλο αγανάκτηση, αλλά ο Θανάσης την διέκοψε μιλώντας τόσο ήρεμα ώστε κι εκείνη σταμάτησε και περίμενε:
-“Ακουσε Γιάννα, θα πάω για μερικές πληρωμές, και μετά λέω να κλείσω και να έρθω σπίτι να δούμε τι θα κάνουμε για την Πρωτοχρονιά. Ας μην μείνουμε σπίτι φέτος, ας κάνουμε κάτι τρελλό”.
Η γυναίκα άφωνη έμεινε με το βουβό τηλέφωνο στο χέρι, και ο Θανάσης σηκώθηκε, έβαλε το μπουφάν του, γράπωσε καλά τη βαλίτσα και σβήνοντας τα φώτα πήγε προς την έξοδο. Βγήκε και κλείδωσε καλά, μιά και άλλη μιά. Κατόπιν πήγε να βάλει τα κλειδιά στη τσέπη, αλλά μετάνιωσε, κοντοστάθηκε, και τα άφησε να κρέμονται εκεί, πάνω στην κλειδαριά. Μετά πήρε τον κατήφορο χαμογελώντας, και κοίταξε το ρολόϊ του υπολογίζοντας νοερά πόση ώρα έμενε μεχρι να ανοίξει το γραφείο ταξιδιών που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Ναι, το 2018 θα ήταν μια καλή χρονιά! Δ.Π.