Του Δημήτρη Παπανδρέου
(Αφιερωμένο στους Α.Ρ., Π.Π. και σε όλα τα παιδιά που έχουν χαθεί στο δρόμο)
Χρειάζεται να γίνει άλλο ένα δυστύχημα, χρειάζεται να χαθούν κι άλλοι νέοι άνθρωποι, για να μιλήσουμε για τη μοτοσυκλέτα, τον δρόμο, τον κίνδυνο;
Οχι φυσικά. Μιλάμε γι’ αυτό συνέχεια, το έχουμε στο μυαλό μας συνέχεια, το νιώθουμε σαν παγωμένη ανάσα δίπλα μας κάθε μέρα που ανεβαίνουμε στα μηχανάκια και μπαίνουμε στην κυκλοφορία για να πάμε στη δουλειά μας.
Γιατι η μοτοσυκλέτα είναι τόσο επικίνδυνη, όσο και μια κάνη γεμισμένου όπλου που σε κοιτάει κατάματα. Είναι θέμα χρήσης και χειρισμού το πόσο θα διαρκέσει αυτή η σχέση. Αν θα είναι για μέρες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες, ή μόνο για μια στιγμή. Τη στιγμή, που απο απειρία, κούραση, αμέλεια ή λάθος, το δάχτυλο σφίξει λίγο παραπάνω τη σκανδάλη, και το όπλο εκπυρσοκροτήσει.
Κατ’ ευθείαν στο πρόσωπό σου.
Καμμία περίπτωση, κανένα περιθώριο διαφυγής.
Μοτοσυκλέτα και πυροβόλα όπλα. Τα δύο βιομηχανικά πρϊόντα που σε φέρνουν, και σε μαθαίνουν, να ζεις γύρω και κοντά στον θάνατο.
Θανατηφόρα, αλλά και υπάκουα.
Επικίνδυνα, αλλά και γοητευτικά.
“Περιορισμένα” απο το νόμο, αλλά (υπό όρους) ψυχαγωγικά, και (εξόχως) χρήσιμα.
Kαι για να το εξηγήσουμε καλύτερα, όταν χρησιμοποιείς τα δύο αυτά “προϊόντα”, χάνεις αυτόματα το δικαίωμα στο λάθος! Και επειδη τα λάθη είναι ανθρώπινα, και επειδή ουδείς αλάνθαστος, όσο πιο πολύ και με όσο πιο ακραίο τρόπο τα χρησιμοποιείς, τόσο αυξάνεται μαθηματικά η πιθανότητα του απαγορευμένου, μοιραίου, λάθους.
Διαφορές: Τις μοτοσυκλέτες επιτρέπεται να τις αγοράσεις ελεύθερα αλλά απαγορεύεται να τις χρησιμοποιείς στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους παρά μόνο (επι πληρωμή) σε πίστες, και τα όπλα τα αγοράζεις υπο όρους και απαγορεύεται να τα χρησιμοποιείς οπουδήποτε, παρά μόνο για κυνήγι ή σε σκοπευτήρια.
Μια καλή “συμφωνία” μεταξύ κοινωνίας και “χρηστών”, με την οποία όλοι έχουν μάθει να ζουν.
Όλοι;
Όχι φυσικά. Θα ήταν πολύ εύκολο, πολύ απλό και πάρα πολύ βαρετό…
Το πρόβλημα των κοινωνιών, ήταν πάντα η διαίρεσή τους σε παρατάξεις. Ταξικές, πολιτικές, κομματικές, ηθικές, θρησκευτικές, οικονομικές, συντεχνιακές, και πολλές ακόμα, σε όλο το φάσμα δραστηριοτήτων της σύγχρονης ζωής.
Και παρ’ ότι οι διαφορές και οι διαφωνίες ποτέ δεν θα εκλείψουν, αυτό που θα μπορoύσε να γίνει (και στις πολτισμένες κοινωνίες όντως γίνεται) θα ήταν ένας συμβιβασμός, ένα modus vivendi βασισμένο στην αλληλοκατανόηση.
Αλλίμονο όμως στην κοινωνία, της οποίας το μεγαλύτερο (και πιο “συντηρητικό” σε νοοτροπία) μέρος, δείξει αδυναμία, ανικανότητα ακόμα και άρνηση στο να κατανοήσει τα προβλήματα, τα κίνητρα και τις ανάγκες των διαφορετικών, των εναλλακτικών, των προβληματισμένων, και πολύ συχνά θυμωμένων, νέων ανθρώπων. Που κι αυτοί δεν είναι όλοι ίδιοι, κι αυτοί είναι “χωρισμένοι” σε κοινωνικές ομάδες, και πολλές φορές δεν μοιάζουν μεταξύ τους ούτε στα όνειρα.
Η άμυνα των νέων ανθρώπων που δεν συμφωνούν με τον τρόπο που οι προηγούμενες γενιές χειρίστηκαν και διαχειρίστηκαν τα πράγματα, είναι η κάθετη αντίθεση (και αντίστασή) τους στην “πολιτική ορθότητα”. Δημιουργούν τους δικούς τους κώδικες, τη δική τους διάλεκτο, τις δικές τους συνήθειες, την δική τους μουσική. Και αυτά φαίνονται “παράξενα” στους πολλούς, κι έτσι οι νέοι που δεν συμβιβάζονται επειδή δεν θέλουν, επειδή δεν μπορούν, ή επειδή νιώθουν την απόρριψη, δημιουργούν παρέες, που γίνονται ομάδες, που γίνονται το πλήθος “της άλλης πλευράς”.
Στη χώρα μας, στη βαθιά συντηρητική χώρα μας, στη χώρα της αγέλης, που πασχίζει να κρύψει πρόχειρα τον συντηρητισμό της κάτω από τον ψευδεπίγραφο εκμοντερνισμό, τον πιθηκίζοντα εξευρωπαϊσμό και την άκριτη υιοθέτηση κάθε “σύγχρονης” εισαγόμενης συνήθειας, η κατανόηση προς την διαφορετικότητα, προς οτιδήποτε τείνει να ξεφύγει απο τους “κανόνες”, δεν πάει βαθύτερα απο την επιδερμίδα της κοινωνίας.
Μιάς κοινωνίας που δεν θέλει να καταλάβει, που αντιμετωπίζει ό,τι “δεν της αρέσει” και “ό,τι δεν βρίσκει σωστό” με προκατάληψη, με άρνηση, με απόρριψη, συχνά και με αντιπάθεια. Προσεγγίζει την αλλη πλευρά με λάθος τρόπο, όχι για να την αγαπήσει, αλλα για να την νουθετήσει, να την διορθώσει, να της “διδάξει τον σωστό δρόμο”, αλλά και να την κατηγορήσει, να την μαλώσει, να την καταδικάσει. Άμεση, αναμενόμενη και δυναμική η αντίδραση: Χάσμα. Αδυναμία συνεννόησης. Αδυναμία κατανόησης. Τα παιδιά βγαίνουν τη νύχτα στους έρημους δρόμους. Περνάνε στην άλλη πλευρά της κανονικότητας. Προκαλούν, με σαφώς παράνομη και επιδεικτικά αντικοινωνική, όσο και επικίνδυνη και για τους ίδιους αλλλα και για τους άσχετους και αθώους τρίτους, συμπεριφορά. Η κοινωνία, απο την μεριά της, θα μείνει κολλημένη στα κλισέ. Και με τα κλισέ δεν προλαβαίνεις το κακό. Δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει τη σκέψη τους, δεν θα μπορέσει να τους καταλάβει, και -ακόμα πιο φοβερό- δεν θα μπορέσει να τους συγχωρήσει, ούτε καν μετά τον θάνατό τους…
Στις 23 Φεβρουαρίου του 2021, ημέρα Τρίτη, αργά το βράδυ, σε ένα τραγικό τροχαίο δυστύχημα σε έναν έρημο δημόσιο δρόμο της Αθήνας, σκοτώθηκαν ΔΥΟ ΑΚΟΜΑ νέοι άνθρωποι. Πέθαναν ακαριαία, όταν συγκρούστηκαν οι μοτοσυκλέτες τους, για λόγους και με τρόπο που μόνο οι αυτόπτες γνωρίζουν ακριβώς. Η ζημιά, “μιλάει” για μετωπική ή πλαγιομετωπική, και με πολλά χιλιόμετρα (αθροιστικά). Δηλαδή, μία απο αυτές τις περιπώσεις που δεν υπάρχει διαφυγή, και που οφειλεται σε ανθρώπινο λάθος. Ουτε σε ατυχία, ούτε σε απειρία, ούτε σε τρίτο παράγοντα, ούτε σε τίποτα άλλο. Έγινε, απο τη μια πλευρά, το λάθος, το “απαγορευμένο” λάθος, η εκπυρσοκρότηση απο την οποία δεν φεύγεις ζωντανός.
Η “ταξική” διάκριση, δεν έλειψε ούτε και απο αυτή την τραγωδία. Το δυστύχημα δεν πέρασε αυτή τη φορά “στα ψιλά” των ΜΜΕ, όπως οι τραγωδίες με τις ΤΡΕΙΣ μετωπικές μέσα σε ένα χρόνο στη Μυτιλήνη με συνολικά ΕΞΗ νεκρούς, με τους θανάτους και διαμελισμούς στην παραλιακή, στην Βάρκιζα, στην Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, σε όλη την Ελλάδα, όπου το λάθος συμμάχησε με το γκάζι και τα κυβικά με τη νύχτα.
Τα πραγματικά τσακάλια, ή πιο σωστά οι ύαινες της τηλεόρασης και των “ενημερωτικών” sites, δεν έχασαν λεπτό στο να ανακαλύψουν ότι ο ένας νεκρός είχε κανάλι στο you tube, και είχε αποκτήσει ένα τεράστιο ακροατήριο που τον θαύμαζε και τον αγαπούσε για τρείς, βασικά, λόγους: Ηταν καλό και πολύ συμπαθητικό παιδί, είχε ταλέντο στη σούζα (κυρίως) και στα stunts, και έπαιρνε μέρος (για να μην πούμε ότι διοργάνωνε) μεγάλες βόλτες με δεκάδες (για να μην πούμε εκατοντάδες) μοτοσυκλέτες, όπου η παρανομία ήταν συνθήκη και ο (φαινομενικός) κίνδυνος της ακραίας οδήγησης, φαινόταν σαν κανονικότητα.
Δεν χρειαζόταν πολύ για την ανθρωποφάγο δημοσιογραφία: Ο ένας νεκρός, απέκτησε αμέσως όνομα και ιδιότητα: Ηταν ο “youtuber” Α.Ρ., που έγινε μετά θάνατον διάσημος και γνωστός, στο Πανελλήνιο πλέον (μέχρι και ο “σοβαρός” Χατζηνικολάου στο κεντρικό δελτίο του Αντεννα, ανακοίνωσε “συντετριμμένος” το πότε θα γινόταν η κηδεία). Ο άλλος νεαρός, νεκρός στα 25 του χρόνια, έμεινε για μερικές μέρες “ανώνυμος”, κάτι σαν παράπλευρη απώλεια ενός ακήρυχτου πολέμου μεταξύ μέρας και νύχτας. Αναφερόταν σαν “ο φίλος του youtuber”. Απόλυτη έλλειψη σεβασμού σε δύο νέους ανθρώπους που έφυγαν, απο δικό τους λάθος, χωρίς συναίσθηση μοιραίου κινδύνου, παίρνοντας μαζί τους την ευθύνη (όχι όμως και τον σπαραγμό αυτών που άφησαν πίσω).
Αν όμως τα άρθρα του τηλεοπτικού και ηλεκτρονικού Τύπου ήταν αναμενόμενα (τη στιγμή μάλιστα που υπήρχαν, και παίχτηκαν, άφθονα videos από το κανάλι του παιδιού), τι να πει κανείς για την “εχθρότητα” των social media, όπου τα σχόλια πολλές φορές ξέφευγαν απο την (δικαιολογημένη) κριτική, και άγγιζαν τα όρια του “φθόνου” απεναντι σε κάποιους που δεν ζούσαν πια!
-“Υπερασπίζεσαι το γεγονός, την παρανομία, τη σούζα στους δημόσιους δρόμους;”, είναι σαν να ακούω απο μερικούς. Φίλοι μου, ο δικός μου εχθρός είναι μόνο ο θάνατος, που έχει αποδειχθεί πιο ικανός από όλους. Δεν τον έχω “κοροϊδέψει”, όπως λένε, ούτε “με έχει σεβαστεί”, όπως λένε άλλοι. Απλά, δεν έκανα ποτέ (επειδή έτσι έτυχε και ΟΧΙ επειδη ήμουν ιδιαίτερα ικανός) το “απαγορευμένο λάθος”, μολονότι έφτασα πολύ κοντά, και πολύ περισσότερες φορές απ’ όσες επιτρέπεται σε μια ζωή, και στο ίδιο άτομο. Και δεν μιλάω για την “παιδική χαρά” της γκαζιάρικης βόλτας στον έρημο, φαρδύ, μονής κατεύθυνσης δρόμο με την τέλεια άσφαλτο, γιατί σ’ αυτή τη δουλειά καθημερινή παρέα με τα 300 στις Εθνικές κάνουμε απο το 1995.
Και δεν ήταν το “πρόβλημα” οι τερματισμένες δοκιμές με πρωτότυπες, υπερμοτοσυκλέτες στους δρόμους της υφηλίου, ούτε οι πίστες σε όλη την Ευρώπη τα χρόνια του Παγκοσμίου με τις πτώσεις με 200 και βάλε, αλλά τα πρώτα εφηβικά και νεανικά χρονια της ανεμελιάς, της άγνοιας κινδύνου, της φτώχειας και της ανεπάρκειας του “εξοπλισμού ασφαλείας” (όπως είναι ο βαρύγδουπος χαρακτηρισμός του ακριβού κράνους και της ακόμα πιο ακριβής δερμάτινης φόρμας, που φυσικά έχουν πεπερασμένη αποτελεσματικότητα στις μετωπικές υψηλών ταχυτήτων με λαμαρίνες, βράχια, ρείθρα και κολώνες).
Δεν “δικαιολογώ” λοιπόν, αλλά αντιλαμβάνομαι και καταλαβαίνω.
Δεν “επιτρέπω”, ούτε υποστηρίζω, αλλά δεν μπορώ να απαγορεύσω.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ να χάνονται ζωές (και θα χάνονται όσο το ρίσκο πολλαπλασιάζεται και επεκτείνεται), αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω.
Αυτό που περιμένω να γίνει, και μακάρι να είχα τρόπο να βοηθήσω, είναι η εξέλιξη σε μυαλό, ψυχή και σώμα. Ναι, απο την σαγιονάρα στη μπότα, απο την βερμούδα στο δερμάτινο, απο το σκουφί στο κράνος. Και αυτή η εξέλιξη έρχεται πάντα, γιατί όσο μαθαίνεις, τόσο εξοπλίζεσαι, φυσικά για να προφυλάγεσαι και όχι μόνο για να “δείχνεις σωστός”, ενώ μαζί με το ρούχο μοιραία εξελίσσεται και το μυαλό, μετράει πιο σωστά και με μεγαλύτερη ακρίβεια, και όσο καλύτερος γίνεσαι σ’ αυτό που κάνεις, τόσο με ασφαλέστερο τρόπο το κάνεις, κι ας νομίζουν οι απ’ έξω ότι πρόκειται για επικίνδυνη υπερβολή.
Αυτά, σαν γενική τοποθέτηση, γιατί απάντηση στα όσα γράφτηκαν στα ΧΙΛΙΑΔΕΣ σχόλια στο ΥοuTube (κυρίως, κάτω απο τα “αποχαιρετιστήρια” videos) και στο Facebook, δεν μπορώ να δώσω. Οχι γιατί γράφτηκαν πράγματα απο απλά μεχρι ακραία, όχι γιατί ξεπήδησε ένας πρωτοφανής διχασμός μεταξύ των φίλων της μοτοσυκλέτας (όπου οι περισσότεροι καταδικάζουν απερίφραστα, δείχνοντας προς τα που βρίσκεται η άποψη της κοινωνίας και τι πιστεύουν οι πολλοί ότι πρέπει να γίνει), αλλά γιατί συμφωνώ με όλους.
Και ταυτόχρονα, διαφωνώ!
Δεν μπορώ, ούτε θέλω “να κουνάω το δάχτυλο”, ούτε να ξοδεύω χρόνο λέγοντας πράγματα που αυτοί που πρέπει να τα μάθουν, δεν θα τα ακούσουν ποτέ (οι υπόλοιποι τα ξέρουν ήδη, και συμφωνούν, αλλα αυτό ποιόν βοηθάει;).
Και, το χειρότερο, με τρόμο διαπιστώνω ότι το οπλοστάσιο επιχειρημάτων της “πολιτικής ορθότητας” είναι τόσο ξεπερασμένο, τόσο άστοχο και τόσο “βαρετό” στην επανάληψή του, που μοιάζει με μονάδα μυωπικών πυροβολητών: Ούτε κατα τύχη δεν θα βρουν στόχο!
Είναι δυνατόν στον εικοστό πρώτο αιώνα να απευθύνεσαι στα παιδιά της τραπ και της σούζας με την προτροπή “να πάνε στη πίστα”;;; Οχι μία, όχι δύο αλλά είκοσι δύο πίστες κι αν υπήρχαν, τα παιδιά αυτά και πάλι στο δρόμο, στη νύχτα, στην απαγόρευση και στην “παρανομία της διαταξης” θα έβγαιναν, πρώτον γιατί τους αρέσει ο δρόμος, δεύτερον γιατί δεν τους αρέσει να μπαίνουν σε τάξη, σε καλούπια και στη σειρά αλλά να κάνουν ό,τι θέλουν όποτε το θελήσουν, και τρίτον γιατί έτσι νιώθουν, ετσι εκφράζονται. Νιώθουν ότι έχουν διαφορές με εμάς τους υπόλοιπους και “κανονικούς”, και μέχρι να βρεθει ο τρόπος σύγκλισης, θα είμαστε, περίπου, “απέναντι”, κι ας καβαλάμε όλοι τα ίδια δυνατά μηχανάκια, κι ας είμαστε όλοι υποψήφια ευάλωτα θύματα του πρώτου βλάκα και απρόσεκτου οδηγού που θα κάνει αναστροφή χωρίς έλεγχο (ή και του εαυτού μας, η ατομική ευθύνη δεν είναι μόνο για τους άλλους).
Συνεπώς: Πριν καταδικάσεις τους εκατοντάδες που βγαίνουν ελεύθερα τη νύχτα και “σε τρομάζουν” ενώ εσύ στέλνεις sms 2 για να πας στο περίπτερο, να αναζητήσεις τους λόγους που το κάνουν, και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Απαιτείται προσέγγιση και συμβιβασμός, όχι καταστολή. Γιατί δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν, και να σταματήσουν, οι εκατοντάδες μοτοσυκλέτες που βγαίνουν στους δρόμους για τη βόλτα, για τη κόντρα, για τη σούζα, για το κόλπο, για την αντίσταση και την αντίδραση απέναντι σε ένα σύστημα που κάθε μέρα δείχνει πόσο λάθος και πόσο “χαλασμένο” είναι σε κάθε επίπεδο, απο τον πολιτικό μεχρι τον καλλιτεχνικό κόσμο. “Στρατευμένη” και “αγορασμένη” δημοσιογραφία, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων που αλληλοβρίζονται, δικαστές που διαφωνούν και επηρεάζονται, κακοποιοί και εγκληματίες που απελευθερώνονται, μετανάστες και αλλοδαποί κάθε φυλής που έχουν “το ελευθέρας” στην παρανομία, αλλά και στην αγαπημένη μοτοσυκλέτα που είναι και το χόμπυ και η τρελλα, τι; Καλοντυμένοι και ακριβοντυμένοι “συντάκτες” που διηγούνται και περιγράφουν με ξερή γλώσσα ανακοινώσεων υπουργείου το πόσο καταπληκτικές είναι οι πανάκριβες μοτοσυκλέτες των εταιριών που τους πληρώνουν και τα ρούχα και τα ταξίδια και την μαυρόγκριζη διαφημιση που έχει καταστρέψει και αυτόν τον κλαδο. Έ, αρπάζει το παλληκάρι το CBR του ’03, και τους στέλνει όλους για ύπνο.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Σαφή αντικοινωνική συμπεριφορά. Ανοιχτή πρόκληση. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται το μυστικό, η σωστή κίνηση: Η κοινωνία πρέπει να προσαρμοστεί, η αντίδρασή της πρέπει να αλλάξει και να γίνει πιο “συμφιλιωτική”, γιατί με τα σημερινά κυνηγητά και την καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά, αυτό δεν θα σταματήσει να γίνεται, με οποιοδήποτε μέσο, ατμοκίνητο χτες, βενζινοκίνητο σήμερα, ηλεκτρικό αύριο.
-”Μα, σκοτώθηκαν, έφυγαν, κατέστρεψαν οικογένειες”, θα μου πείς. Οχι, απαντώ. Οταν “πληρώνεις” τόσο ακριβά, με τη ζωή σου την ίδια, κάνοντας “το απαγορευμένο λάθος”, τίθεσαι υπεράνω κριτικής, και γίνεσαι αφορμή προτάσεων θετικών, που θα μας βοηθήσουν (όλους) για το αύριο. Γιατί, αυτό που, ίσως ηθελημένα, οι “δημόσιοι κατήγοροι” αγνοούν, είναι ότι οι “ακραίοι λαϊκοί ήρωες των δρόμων” είναι άριστοι γνώστες της μοτοσυκλέτας, και κινδυνεύουν λιγότερο στο όριό τους, από ότι ένας απλός αναβάτης που πηγαίνει στη δουλειά του το πρωϊ με ένα σκούτερ ή μια απλή μηχανή με την άγαρμπη μπαγκαζιέρα στη πίσω σχαρα.
Όμως, όταν πέφτει το σκοτάδι, στη βόλτα, ναι, στην παράνομη και συχνά προκλητική βόλτα, η συχνότητα εκτέλεσης και η αναζήτηση της ποικιλίας των κόλπων, αυξάνει την πιθανότητα του λάθους. Κυνηγάς την τύχη σου σε slow motion, και δεν μπορείς να σταματήσεις ούτε στιγμή, γιατι θα σε προλάβει η ατυχία. Τα social media, τα οποία δημιουργούν μια αίσθηση κυριαρχίας, την απόλαυση της δημοτικότητας και την ευχαρίστηση των φίλων και θαυμαστών, δινουν και την ψευδαίσθηση του άτρωτου. Αλλά είμαστε μόνο άνθρωποι. Δεν είμαστε άτρωτοι, ούτε μπορούμε να παραμένουμε για πάντα αλάνθαστοι. Και όσο περισσότεροι γινονται οι φίλοι μας, οι οπαδοί μας, οι θαυμαστές μας, που σε κάθε ευκαιρία στη βόλτα, στη συγκέντρωση, στη πρόβα, μας κοιτούν περιμένοντας απο μας “το αδύνατον” για να μας χειροκροτήσουν ακόμα πιο δυνατά, τόσο πιο τολμηροί γινόμαστε, τόσο πιο λεπτή γίνεται η γραμμή πάνω στην οποία “έχουμε καταδικάσει τον εαυτό μας” να ισορροπεί.
Ο θάνατος, αποτελεί την φυσική συνέπεια, σε άγνωστο χρόνο.
Συλλυπητήρια σε όλες τις οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους στο δρόμο.
Αλλά, με πραγματικό πόνο ψυχής, δεν μπορώ να πω, ούτε να ελπίσω, ότι αυτό ήταν το τελευταίο αίμα.
Γιατί όσο υπάρχουν μοτοσυκλέτες, πάντα θα παραμονεύει “το απαγορευμένο λάθος”… Δ.Π.