ΓΕΙΑ ΣΟΥ LUCKY, TI KANEIΣ; ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΛΤΟΣ. ΜΙΛΤΟΣ ΚΑΤΡΙΝΗΣ. ΠΑΛΙΟΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ.
Με πραγματική συντριβή έμαθα για την ξαφνική «αναχώρηση» του φίλου μου Μίλτου Κατρίνη, και παρ’ ότι η συμπαράσταση δεν ανακουφίζει τον πόνο της απώλειας, η οικογένειά του πρέπει να ξέρει ότι πολλοί άνθρωποι θρηνούν τον χαμό του αγαπημένου Μιλτιάδη τους.
Του πάντα γελαστού Μιλτιάδη, του Μίλτου, που ξεπερνούσε με ένα χαμόγελο τις δυσκολίες της ζωής.
Του Μίλτου, που αγάπησε απο παιδί την μοτοσυκλέτα όσο λίγοι σ’ αυτή την άκρη της Βαλκανικής, όσο λίγοι σ’ αυτή τη χώρα που ποτέ δεν κοίταξε με συμπάθεια ούτε το δίκυκλο ούτε τους αγώνες.
Και η Ιστορία ξεκινά με την απελευθέρωση, και την μεταπολεμική προσπάθεια χιλιάδων οικογενειών και αμέτρητων παιδιών που απο μικρή ηλικία βγήκαν στο μεροκάματο για τις ανάγκες της ζωής.
Ο Μίλτος ήταν ένα απο αυτά τα παιδιά, αλλά η διαφορά του ήταν η αγάπη για την μοτοσυκλέτα και η ικανότητά του να οδηγεί πολύ γρήγορα ό,τι κι αν έπιανε στα χέρια του, απο τα Γερμανικά πενηντάρια και τις γερασμένες μπόξερ, μέχρι τα πρώτα γρήγορα Ιαπωνικά με τις περιστροφικές βαλβίδες.
Ο Μίλτος Κατρίνης (αριστερά) στην τελευταία επίσκεψή του στα Μέγαρα τον Οκτώβριο του 2018, «παρέα» με τον Giacomo Αgostini. Δεξιά όρθιος ο αχώριστος φίλος του Στράτος Φλαμής, και καθιστός ο παλιός του φίλος, συναθλητής και συνεταίρος, Σπύρος Πυθαγόρας.
Οι αγώνες δικύκλων ήταν τότε χωρισμένοι σε δύο: Υπήρχαν «οι αγώνες των φτωχών» με τα πενηντάρια που τους διοργάνωναν μικρά Σωματεία (στην Αθήνα ο Α.Σ.Ε.Μ.), και οι αγώνες των μοτοσυκλετών, που για να λάβεις μέρος έπρεπε φυσικά να έχεις δική σου μοτοσυκλέτα, κάτι πολύ δύσκολο (έως αδύνατον οικονομικά) για τους νέους της δεκαετίας του ’60!
Κι όμως, οι νέοι αναβάτες που είχαν αστείρευτο πάθος για τους αγώνες (σαν κορυφαία έκφραση αυτού που ένιωθαν για την μοτοσυκλέτα, μια και δεν τους αρκούσαν μόνο οι βόλτες), έκαναν απίστευτες θυσίες για να μπορέσουν να αποκτήσουν ένα μηχάνημα, φυσικά νορμάλ, και να τρέξουν με αυτό σε κάποιο απο τα σιρκουί της Ρόδου, της Κέρκυρας και οπωσδήποτε στο Τατόϊ.
Η καλύτερη περίπτωση φυσικά, ήταν το να είσαι «επίσημος» αναβάτης μιας αντιπρσωπείας. Γιατί, στην μακρινή εκείνη και «πρωτόγονη» εποχή (συγκριτικά με τις μέρες μας), οι Ελληνικές εταιρείες μοτοσυκλετών είχαν ομάδες με επαγγελματίες αναβάτες (με πριμ κατάκτησης πρωταθλήματος και όλα τα έξοδα πληρωμένα), μηχανικούς, βελτιωμένες ή αγωνιστικές μοτοσυκλέτες, ακόμα και …Ιάπωνες τεχνικούς για τους μεγάλους αγώνες (όπως το διεθνές σιρκουϊ πόλης της Κέρκυρας, όπου είχαν έρθει Ιάπωνες μηχανικοί και δοκιμαστές για την Honda Daytona 750! ).
Ο Μίλτος Κατρίνης «έδεσε» την αγάπη και την ταχύτητά του με την Kawasaki, και αρχικά τους μεσαίους κυβισμούς: Η συνεργασία του με την αντιπροσωπεία της H. Kαμμένος Α.Ε., τον έβαλε στη σέλλα τού θρυλικού Kawasaki 250 A1 Samurai, με το οποίο κέρδισε το Πρωτάθλημα Ταxύτητας 250 το 1969 (ήταν η έκδοση Α1 SS του 1968, δηλαδή το «Street Scrambler» με το ψηλό τιμόνι και τις δύο ανασηκωμένες, χρωμιωένες εξατμίσεις να βγαίνουν στο πλάϊ αριστερά).
Ο Μίλτος Κατρίνης το 1969 σε ηλικία 24 ετών κατακτά το πρώτο του Πρωτάθλημα στα 250 κυβικά: Σιρκουί Ρόδου,Kawasaki A1 Samurai 250 SS!
Αλλά πέρα απο τις επιδόσεις του στους αγώνες, ο Πρωταθλητής, πλέον, Μίλτος Κατρίνης συντέλεσε στη δημιουργία του (πραγματικού) «μύθου» των γρήγορων Kawasaki στη μικρή μοτοσυκλετιστική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του΄60, που δεν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει πλήρως το τι θα έφερνε η Ιαπωνική εισβολή, και παρέμενε προσκολλημένη στα μεγάλα Εγγλέζικα. Το γρήγορο Samurai 250 των 31 ίππων και 145 κιλών, ακριβώς λόγω της δημοσιότητας που του είχε δώσει ο Μίλτος με τις επιτυχίες του (και τις μάχες του στα 250 με τον “μαιτρ” Βασίλη Γουρουνά, που είχε μετατρέψει μια μονοκύλινδρη ΜΖ «endurο» σε racer πίστας), θα έδινε το όνομά του ακόμα και στα μεγαλύτερα μοντέλα της Kawasaki, όπως τo πολύ πιο δυνατό Αvenger Α7 350. Ακόμα και μετά την παρουσίαση του τρικύλινδρου 500 Mach ΙΙΙ, o κόσμος συνέχισε να αποκαλεί τα Kawasaki «Samurai» (και πολλοί παλαιοί, με αυτό το όνομα τα θυμούνται μέχρι σημερα).
Ο Μίλτος Κατρίνης ξεκίνησε τους αγώνες μοτοσυκλέτας το 1967, πριν κλείσει τα 22 του χρόνια, με μία BMW R51, αλλά αμέσως ξεχώρισε για την ταχύτητά του, και είχε την τύχη να συνεργαστεί όπως είπαμε με μία απο τις μεγαλύτερες αντιπροσωπείες της εποχής, που εκτός της Kawasaki έφερνε στην Ελλάδα και τις BSA – Triumph αλλά και (από το 1970) την Ducati!
Δύο ακόμα γνωστοί οδηγοί της εποχής, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, «έδεσαν» την πορεία τους με αυτή του Μίλτου: Ο Σπύρος Πυθαγόρας, και ο Ηλίας Μπάϊλας. Αλλά, μια και ο Μίλτος δεν είναι πια κοντά μας για να μας θυμίζει τις λεπτομέρειες και να μας διορθώνει με εκείνο το αξέχαστο χαμόγελο, ας τρέξουμε γρήγορα στα κυριότερα σημεία της καρριέρας του, που παρ΄ότι δεν είχε μεγάλη διάρκεια (λίγο παραπάνω απο έξη χρόνια) υπήρξε τόσο σημαντική και ουσιαστική, ώστε το όνομα του Μίλτου Κατρίνη πάντα να συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά των μεγάλων Ελλήνων αναβατών.
Ο Μιλτιάδης (δεξιά) στην Ρόδο το 1970, με τον φίλο και αντίπαλό του στα 250 Βασίλη Γουρουνά, και την Racing Jawa Junior 250 που μόλις έχουν φέρει οι Αφοι Ρωμανού.
Η συνεργασία με την Η. Καμμένος Α.Ε. (μία από τις πιο πρωτοποριακές αντιπροσωπείες στο αυτοκίνητο και στη μοτοσυκλέτα), εξασφάλισε στον Μίλτο αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την δυνατότητα συμμετοχής στους αγώνες, που έφερε το πρώτο του Πρωτάθλημα το 1969 με την Kawasaki 250 όπως είπαμε. Αλλά πέρα απο αυτό, έτρεχε και με τις άλλες φίρμες της εταιρείας, δηλαδή με Τriumph (την τρικύλινδρη Trident) και την Ducati, τόσο την Scrambler R/T 250 στο («καινούργιο» για την Ελλάδα του 1970!) άθλημα του MotoCross, όσο και με την Imola 750 στην ταχύτητα. Ενδιαμέσως, όπως όλοι οι αναβάτες της εποχής που συμμετείχαν ταυτοχρόνως στην «πίστα», στις αναβάσεις ΚΑΙ στο MotoCross, έτρεξε σποραδικά και με άλλες μοτοσυκλέτες, όπως την Ηonda 750 της φωτογραφίας (μια «μοιραία» μοτοσυκλέτα, όπως θα αποδεικνύετο λίγα χρόνια αργότερα).
Ο Μίλτος στην Κέρκυρα το 1969 σε μία απο τις λίγες εμφανίσεις του στα «άνω των 250», με την (αργότερα παρά λίγο μοιραία) Honda CB 750 K0 (3). Οι οδηγοί τότε δεν μπορούσαν να τρέξουν σε δύο κατηγορίες, γιατί τα 250 και τα «Μεγάλα κυβικά» γίνονταν μαζί, και έπρεπε να διαλέξουν. Πίσω του ο Φώτης Λέκκας (4) με την νορμάλ Kawasaki 500 Mach III.
Kαι για να καταλάβει ο αναγνώστης το πνεύμα της εποχής, τότε κάθε οδηγός έτρεχε «με ό,τι εύρισκε», είχε δεν είχε συμβόλαιο, ή πιο σωστά «συμφωνία», με κάποια αντιπρσωπεία. Αν δηλαδή η συγκεκριμένη εταιρεία δεν διέθετε μοντέλο χώματος, έπαιρνες απο μια άλλη, προεκειμένου να τρέξεις και στο ΜΧ. ‘Η, αν η μοτοσυκλέτα είχε πρόβλημα και δεν υπήρχαν ανταλλακτικά, ή αν δεν υπήρχε μοντέλο στην κατηγορία που συμμετείχες, αναζητούσες μια άλλη, απο φίλους, απο τις (ελάχιστες) «εκθέσεις», ή απο τις άλλες αντιπροσωπείες. Και όπως συμβαίνει πάντα, οι «καλές» αγωνιστικές μοτοσυκλέτες ήταν λίγες, και οι περισσότεροι οδηγοί έτρεχαν με ελαφρωμένες νορμάλ χωρίς φτερά, φώτα και σιγαστήρες (με αποτέλεσμα πολλά ταλέντα να μην αναδειχθούν ποτέ, γιατί τους περνούσαν όσοι μετριότεροι αναβάτες είχαν καλά μηχανάκια).
Kαι πάλι στην Κέρκυρα, το 1970, ο Μίλτος Κατρίνης προηγείται με την Jawa 250 (16). Πίσω του με την racing Kawasaki 500 H1 R (23, ίδια με αυτές που έτρεχαν στο Παγκόσμιο) ο Νίκος Γκουντούφας, που είχε αφαιρέσει το φαίρινγκ, όπως και ο Φώτης Λέκκας με την δεύτερη H1 R500, για καλύτερη ψύξη των κυλίνδρων.
Όταν η νορμάλ Kawasaki Samurai 250 απεδείχθη ανεπαρκής για να τον βοηθήσει να διατηρήσει τον τίτλο του, ο Μίλτος ξεκίνησε την συνεργασία του με μία άλλη αντιπροσωπεία της Λεωφόρου Συγγρού, την Jawa–CΖ των Αφων Ρωμανού. Η αντιπροσωπεία εκείνη είχε δημιουργήσει σοβαρό αθλητικό τμήμα σύμφωνα με τα αυστηρά, ημι-επαγγελματικά Τσέχικα πρότυπα (που επέβαλλε η πειθαρχία του τότε Ανατολικού μπλοκ), με μηχανικό και τημ μανατζερ τον αξέχαστο Γιάννη Πολυχρονάκη.
Με την Jawa Junior 250 στο Τατόϊ του 1971 (21), στο «νέο» σικαίην που έβγαζε στην μεγάλη ευθεία. Ο Μίλτος προσαρμόστηκε αμέσως στον τρόπο οδήγησης των καθαρόαιμων racers με τα κλιπ ονς, εγκαταλείποντας το «ανάποδο» στυλ που χαρακτήριζε τους Ελληνες αναβάτες εκείνης της εποχής. Ηταν ο πρώτος που ξεχώρισε!
Ο Μίλτος Κατρίνης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας αναβάτης που οδήγησε μια μοτοσυκλέτα του παγκοσμίου πρωταθλήματος GP 250 (αν και παλαιότερο και «βασικό» μοντέλο), την μονοκύλινδρη υδρόψυκτη Jawa 250 Junior του 1965-1967 (typ 675), με την οποία ήρθε δεύτερος στο Πρωτάθλημα Ταχύτητας του 1971. Τον επόμενο χρόνο (1972) ο Μίλτος ήταν επίσης ο πρώτος που έτρεξε με τις καλύτερες production racers της εποχής, τις δικύλινδρες Yamaha TD2 και TR2 που έφερε η αντιπορσωπεία Αφοι Ηλιόπουλοι, αν και χωρίς μεγάλη επιτυχία, λόγω αδυναμίας των μηχανικών της εταιρείας να τις κάνουν να λειτουργήσουν σωστά. Ταυτόχρονα, έβαλε την βαριά τρικύλινδρη Triumph στις Αναβάσεις όπου ήρθε δεύτερος στο Πρωτάθλημα, ενώ σαν μεγάλη καρδιά και πραγματικός φίλος, πήγε τον Ηλία Μπάϊλα που είχε μείνει χωρίς μοτοσυκλέτα στους Αφους Ρωμανού, για να πάρει τη θέση του στη σέλλα της Jawa 250. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ηλίας Μπαϊλας κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ταχύτητας 250 c.c. του 1972, και διατήρησε μια συνεργασία με την εταιρεία για δύο χρόνια, συμμετέχοτας με επιτυχία στην Ταχύτητα, στο MotoCross και στις αναβάσεις (με τις CZ 250 και 400), χάρη στο “προξενιό” του Μίλτου Κατρίνη.
Στην πρώτη «πρωταθληματική» πίστα ΜotoCross στην περιοχή Πετσαγκουράκη (Αφίδνες) to 1972, ο Μίλτος Κατρίνης με την Ducati R/T 450 (3).
Το 1973, πάντα με τις μοτοσυκλέτες του Η. Καμμένου, ο Μίλτος θα έτρεχε μαζί με τον Σπύρο Πυθαγόρα (που είχε ξεκινήσει στο ΜΧ το ‘72 με Honda SL 175, και συνέχισε με την τρομερή και φοβερή BSA Victor 441, με την οποία και ταυτίστηκε) Μαζί με τον φίλο του Σπύρο θα συνεταιρίζονταν επαγγελματικά, ανοίγοντας ένα απο τα πρώτα καταστήματα –«εμπορίες» μοτοσυκλετών της Αθήνας (γιατί τότε οι πωλήσεις καινούργιων αλλά και μεταχειρισμένων γίνονταν, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, απ’ ευθείας απο τις αντιπροσωπείες).
Aπό το προσωπικό αρχείο του Σπύρου Πυθαγόρα, μια φωτογραφία απο το MotoCross 500 στην «πίστα» Πετσαγκουράκη το 1973. Η χειρόγραφη λεζάντα τα λέει όλα… (Ο Μίλτος έχει το Νο 1).
Οι δύο φίλοι και συνεργάτες στην Η. Καμμένος Α.Ε., ζήτησαν απο τον «κυρ Ηλία» να τους δώσει μοτοσυκλέτες για το κατάστημά τους, και φυσικά ο πρωτοπόρος Καμμένος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει επαγγελματικά τους οδηγούς του. Ετσι, ο Μίλτος και ο Σπύρος νοίκιασαν ένα κατάστημα στο Παγκράτι, στην οδό Ιβύκου 10 και Ερατοσθένους, και το «διακόσμησαν» μόνοι τους βάφοντας τους τοίχους με άσπρα και μαύρα τετράγωνα, σαν την αγωνιστική καρρώ σημαία (και ένας πολύ νεαρός Δημήτρης Παπανδρέου, τους θυμάται να το βάφουν χαμογελαστοί, πηγαίνοντας να «ζητήσει διαφήμιση» για το περιοδικό 4Τροχοί, με το οποίο είχε την τύχη –σε κάποια σημεία- να συνεργαστεί τότε, πριν ακόμα ξεκινήσει τους αγωνες).
Και πάλι απο το ΜοtoCross του 1973, οι δύο φίλοι και συνεταίροι, ο Μίλτος (δεξιά, με το «μασκάκι») με Ducati R/Tκαι ο Σπύρος με BSA Victor, σε ένα αγώνα με πολλή λάσπη!
Το 1973 δεν ήταν μια καλή χρονιά για την οικογένεια Κατρίνη, γιατί ο Μίλτος τραυματίστηκε σε μια πτώση στην Ανάβαση Βούλας (τον «Κρεμασμένο Λαγό»). Αλλά το 1974 ήρθε ένα δεύτερο και παρά λίγο μοιραίο οδικό ατύχημα, αυτή τη φορά «στη γειτονιά του», στην Φιλολάου στον Άγιο Αρτέμιο (που τότε τον έλεγαν ακόμα Γούβα). Η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ήταν η Ηonda CB 750 K0 του 1969, μία από τις δύο πρώτες που είχαν έρθει στην Ελλάδα, με μια παράξενη Ιστορία: Την είχε πάρει ο Νίκος Γκουντούφας απο τον πρώτο ιδιοκτήτη της, κατόπιν πέρασε για λίγο στον Μίλτο, και στη συνέχεια την αγόρασε ο Ηλίας Μπάϊλας το 1971 για να ξεκινήσει τους αγώνες. Οταν ο Ηλίας πήγε στην Jawa, η Honda 750 πουλήθηκε στον νεαρό Δημήτρη Παπανδρέου, αποκλειστικά για οδική χρήση (κυρίως με τον ένα τροχό), και στη συνέχεια έφτασε και πάλι στα χέρια του Μίλτου Κατρίνη, για να γίνει, μαζί της, το φοβερό δυστύχημα!
O Μιλτιάδης στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Τατόϊ με Τriumph Trident 750 (με την οποία θα ερχόταν δεύτερος και στις Αναβάσεις το 1973).
Ολα ήταν «στενά συνδεδεμένα» τότε στην «μικρή γειτονιά» της Ελληνικής μοτοσυκλέτας, όπου το «τρίγωνο» Παγκράτι – Καισαριανή – Ηλιούπολη «έβγαλε» τους περισσότερους αγωνιζόμενους της περιόδου: Μετά την αποχώρηση του Μίλτου από τους Αφους Ρωμανού το 1972 και τον τραυματισμό του Η. Μπάϊλα με την CΖ 400 στην Ανάβαση Σουλίου (στα Τρίκαλα Κορινθίας) το 1973, η Jawa 250 Junior φτιαγμένη στην εντέλεια από τα χέρια του Γιάννη Πολυχρονάκη, έδωσε τo 1974 στον νέο οδηγό της “ΡΗΓΑΣ JAWA ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ” Δημήτρη Παπανδρέου, την πρώτη νίκη της καρριέρας του στο Τατόϊ. Οι ίδιες μοτοσυκλέτες (η Ηonda CB 750 και η Jawa 250), και οι τρείς «ίδιοι» αλλά τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και αναβάτες, που τις οδήγησαν από τον θρίαμβο μέχρι τις πόρτες του θανάτου, και πίσω…
Πως να μην γίνουν «φίλοι καρδιακοί» για όλη τους την κατοπινή ζωή οι οδηγοί που είχαν μοιραστεί τις ίδιες χαρές και λύπες, πάνω στις ΙΔΙΕΣ μοτοσυκλέτες; Eτσι είναι… «‘Αλλοι» δεσμοί σφυρηλατήθηκαν τότε, με «άλλα» υλικά, δυσεύρετα έως ανύπαρκτα σήμερα. Γι’ αυτό και όταν «φεύγει» ένας, φεύγει μαζί του και ένα κομμάτι απο την ψυχή όλων των άλλων…
Ο Μίλτος μετά τον σοβαρό του τραυματισμό που χρειάστηκε πολλές και δύσκολες επεμβάσεις αποκατάστασης, κατάφερε να βγεί νικητής και απο αυτόν τον αγώνα, που ήταν ο πιο δύσκολος που είχε δώσει μέχρι τότε στη ζωή του. Αλλά οι αγώνες μοτοσυκλέτας είχαν τελειώσει οριστικά. Δεν θέλησε ούτε ο ίδιος να επιστρέψει μετά την πολύμηνη ανάρρωσή του, και αφοσιώθηκε στη δουλειά του, στην γυναίκα του Αφροδίτη (Αφρούλα την φώναζε…) και στα δύο τους παιδιά.
Οι δύο συνεταίροι θα χώριζαν, με τον Σπύρο αρχικά να διατηρεί και το κατάστημα της Ιβύκου και να φτιάχνει ένα καινούργιο στην Δημητρακοπούλου, ενώ ο Μίλτος έμεινε στο σπουδαίο μαγαζί της Φιλολάου, που επρόκειτο να γνωρίσει μεγάλες δόξες με την συνεργασία του με την Honda:
Η πρώτη διαφήμιση για το καινούριο κατάστημα του Μίλτου στην Φιλολάου 204, που δημοσιεύτηκε στο MOTOSPORT
Η επιχείρηση του Μίλτου Κατρίνη ήταν μία από τις τέσσερις εμπορίες μοτοσυκλετών της Αθήνας που ουσιαστικά διακινούσαν τον μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων της φίρμας «του Σαρακάκη», που (από τότε) ήταν η πιο δημοφιλής στην Ελλάδα. Οι άλλες τρείς ήταν αυτή του Γ. Πέτσα ψηλά στη Θησέως, του Ζαχαρόπουλου στον Πειραιά και του Αλεξόπουλου (με επωνυμία Μ. Μιχαηλίδης) στην Αμφιθέας. Πωλήσεις, επιτυχία, αρκετά έως πολλά χρήματα (που είναι υπόθεση του καθενός το πως τα τοποθετεί και το πως τα ξοδεύει) και η καλύτερη περίοδος στη ζωή του Μίλτου, που είχε πλέον κατακτήσει τα πάντα και ήταν επιτυχημένος και «πρωταθλητής» παντού: Στην οικογένεια, στους αγώνες, στη δουλειά.
Σύντομα ο αγαπητός σε όλους τους φίλους και πελάτες τους Μίλτος Κατρίνης, θα άνοιγε και δεύτερο κατάστημα στην Νέα Σμύρνη (η διαφήμιση αυτή ήταν μόνιμη σε όλα τα τεύχη του περιοδικού MOTOSPORT)
Πολλά χρόνια πέρασαν, οι συνθήκες άλλαξαν, η μοτοσυκλέτα αφού πρώτα εκτοξεύθηκε, μπήκε σε κυμαινόμενη κρίση διαρκείας μια πάνω- μια κάτω, μέχρις ότου το κατάστημα μεταφέρθηκε σε νέα διεύθυνση στον ίδιο δρόμο (πάντα στο Παγκράτι), και πριν λίγα χρόνια διέκοψε την λειτουργία του. Γιατί το μαγαζί του Μίλτου, ήταν πάντα ένα κατάστημα ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΩΝ, και η μοτοσυκλέτα είχε (έχει;) πια τελειώσει στη χώρα μας.
Ο Μίλτος, παρ΄όλα αυτά, παρέμεινε μέχρι τέλους εραστής της, παθιασμένος και φανατικός! Σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε έκθεση και σε κάθε αγώνα ήταν παρών, πότε μόνος και συχνότερα με τους παλιούς και παντοτινούς του φίλους, τον Στράτο Φλαμή, τον Σπύρο Πυθαγόρα, τον Φώτη Λέκκα και άλλους, όπως τον περασμένο Οκτώβριο που είχε την ΜΕΓΑΛΗ χαρά να μιλήσει και να φωτογραφηθεί στα Μέγαρα με τα ινδάλματα όλων μας, τον Τζιάκομο «Ago» Αγκοστίνι, τον Φρέντυ «Fast» Σπένσερ, τον Μάρκο «Lucky» Λουκινέλλι.
Ο Μιλτιάδης με τον Μάρκο Λουκινέλλι, στο Legends Track Day των Μεγάρων τον περασμένο Οκτώβριο. Δεξιά ο Στράτος Φλαμής και ο Σπύρος Πυθαγόρας, και οι δύο με καπελάκια Pirelli, του αντιπροσώπου και παλιού τους φίλου Βαγγέλη Ηλιόπουλου. (Ο φίλος μου «ακτινοβολεί» απο την χαρά του που βρίσκεται σε αγωνιστικό περιβάλλον!).
Α, Μίλτο.
Έφυγες και με άφησες με ενοχές για κουβέντες που δεν ολοκληρώσαμε, για συζητήσεις που δεν κάναμε, για υποσχέσεις που δεν εκπληρώθηκαν, για καφέδες που δεν ήπιαμε, για παλιές ιστορίες που δεν είπαμε.
Γιατί παρ΄ότι «δεν σε πρόλαβα» στις πίστες, στα βουνά και στα χώματα, γίναμε αληθινοί φίλοι τον καιρό της μετεωρικής μας ανόδου, και οι δύο επιβάτες και «υπηρέτες» της Ελληνικής μοτοσυκλέτας που ανέβαινε όλο και ψηλότερα (εν μέρει χρησιμοποιώντας και εμάς σαν «καύσιμη ύλη», χωρίς, ευτυχώς, «να μας κάψει», μέχρι τέλους…).
Και κάθε φορά που βλεπόμαστε, όλα αυτά τα χρόνια, πάντα σε μια ασφάλτινη πίστα για αγώνα ή εκδήλωση, φωνάζοντας για να ακουστούμε πάνω απο τον θόρυβο των μοτοσυκλετών, βγάζαμε φωτογραφίες και «δίναμε ραντεβού» για να μιλήσουμε και να θυμηθούμε τα παλιά.
Ραντεβού όμως που «δίναμε αλλά δεν κλείναμε», κι έτσι δεν συνέβαιναν ποτέ, αφού είχαμε την βεβαιότητα ότι, δεν μπορεί, που θα πάει, κάποια στιγμή θα τα καταφέρουμε.
Και μετά, Πασχαλιάτικα, σηκώνεσαι και φεύγεις.
Και έρχομαι ΜΕΤΑ, μιά μέρα μετά το Αντίο, απο μέρη που τα τηλέφωνα και τα ιντερνέτ είναι κλειστά, και δεν προλαβαίνω να σε αποχαιρετήσω μαζί με τους φίλους μας τους παλιούς (που σε αγαπούσαν πολύ), δεν προλαβαίνω να αγκαλιάσω την Αφροδίτη, δεν έχω την ευκαιρία να πω δυό κουβέντες στο αγόρι σου και στο κορίτσι σου.
Α, Μίλτο.
Είσαι δυνατά στη μνήμη μου, θα μείνεις για πάντα στη καρδιά μου.