ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Θυμάμαι, αμυδρά, την εποχή που «τα Γιαπωνέζικα» έδιωξαν τις (έτσι κι αλλιώς ελάχιστες) Εγγλέζικες και Γερμανικές μοτοσυκλέτες απο τους δρόμους (οι περισσότεροι χωματοδρομοι) της Ελλάδας του ’60.
Και θυμάμαι, κάπως καλύτερα, τα χρόνια που η εργατική τάξη, απο νεολαία μέχρι παππούδες, κυκλοφορούσε (οικογενειακώς) με Γερμανικά μοτοποδήλατα και γεροδεμένα, ευρηματικά, Ιταλικά σκούτερ, μέχρι που σαρώθηκαν κι αυτά απο τον Γιαπωνέζο με το «παπί» και τον Ιταλό με τα μικρά «αυτόματα», που στο τέλος της δεκαετίας του 1970 έγιναν τα πρώτα «καθαρόαιμα» commuters σε μια χώρα που δεν αγαπούσε τους δύο τροχούς.
Εκείνη την εποχή, επικράτησε μια εμπορική υστερία για την ανάληψη κάποιας «αντιπροσωπείας» Ιταλικών αυτόματων μοτοποδηλάτων, σε σημείο που στην Εκθεση του Μιλάνο υπήρξε εταιρεία δικύκλων που αρνείτο να συζητήσει με…Ελληνες εμπορικούς επισκέπτες!
Έτσι, για μια σχετικά σύντομη περίοδο, έβλεπες Ιταλικά μηχανάκια να εκτίθενται προς πώληση όχι μόνο σε καταστήματα πωλησης μοτοσυκλετών, αλλά σε εκθέσεις αυτοκινήτων, σε πολυκαταστήματα, σε super markets, ακόμα και σε βενζινάδικα.
Αυτό είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν, όπου σε όλη την Ελλάδα τα μοτοποδήλατα πωλούντο απο τα καταστήματα υαλικών και ηλεκτρικών συσκευών, αλλά για άλλους λόγους: Ο βασικός, ήταν ότι δεν υπήρχαν ειδικά καταστήματα για δίκυκλα (μόνο «ποδηλατάδικα» που επισκεύαζαν και νοίκιαζαν μηχανάκια). Αλλά εξ’ ίσου βασικός λόγος ήταν το ότι στην Ελληνική επαρχία (και όχι μόνον) τα μοτοποδήλατα θεωρούντο μερος της οικοσκευής, απαραίτητα εργαλεία της καθημερινότητας, αλλά για δουλειά (και όχι απλά για μετακίνηση).
Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, έζησα την εμφάνιση των σκούτερ και την παραγκώνιση του παπιού, κατόπιν την επικράτηση των supersport (που κατέστρεψαν κάθε έννοια «δικάβαλης» απόλαυσης με το «σκυφτό στυλ» που επέβαλλαν σε όλες ανεξαιρέτως τις street), και ενδιαμέσως τις εποχές των «ψευδοεντούρο» και «ψευδοτσόππερ», γνωστά και με τους χαρακτηρισμούς «On-off», «Special», «Cruiser» κτλ.
Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, η μοτοσυκλέτα είχε γίνει είδος πολυτελείας, και σαν τέτοιο είχε αρχίσει να «ξεφεύγει» προς κάθε κατεύθυνση (μεγέθους, κυβισμού, επιδόσεων, ιπποδύναμης και τιμής). Η μεταπολεμική λιτότητα είχε πια μετατραπεί σε άκρατο καταναλωτισμό και αυτό γέμισε τις πόλεις με κόσμο και τους δρόμους με αυτοκίνητα, οπότε το δίκυκλο πρόβαλλε σαν η ΜΟΝΗ λογική και εφικτή λύση αυτόνομης μετακίνησης και απαντησης στο πρόβλημα του κυκλοφοριακού.
Η νέα αυτή πραγματικότητα συνοδεύτηκε απο ένα τεράστιο κύμα αντίστοιχων προϊόντων, αλλά και απο την πρώτη απόπειρα εισόδου της Κίνας στις Δυτικές αγορές commuters, οι οποίες, «καλομαθημένες» στην (έστω, σχετική) ποιότητα, απέρριψαν άμεσα τα Κινέζικα δίτροχα (κυρίως παπιά), ως «αντίγραφα μιάς χρήσης». Αυτό κόστισε στην Κινέζικη βιομηχανία δικύκλων τουλάχιστον μια δεκαετία καθυστέρησης, στη διάρκεια της οποίας συνέβησαν πολλά, με σημαντικότερο γεγονός την εξαφάνιση του δίχρονου κινητήρα, κάτι που είχε άμεσο αντίκτυπο στις τιμές των τετράχρονων (λογικά υψηλότερες).
Πλησιάζοντας στην εποχή μας, η «παγκοσμιοποίηση» και η αναζήτηση οικονομικότερων μεθόδων και φτηνότερης χώρας παραγωγής (κάτι που σχεδόν πάντα στοχεύει στην αύξηση, ή διατήρηση, του κέρδους και όχι στην βελτίωση της τιμής πώλησης), συνδυάστηκε με την αλματώδη εξέλιξη της ηλεκτρονικής/ψηφιακής τεχνολογίας. Και αυτό δημιούργησε τις συνθήκες καλύτερης κατασκευής απο άποψη ποιότητας αλλά και καλύτερης λειτουργίας, όπως και κάθετα βελτιωμένης πιστότητας, σε σημείο που δεν αποτελεί πιά θέμα, ούτε πρόβλημα το «που» κατασκευάζεται η μοτοσυκλέτα ή το σκούτερ της αρεσκείας μας. Ετσι, η Κίνα μπηκε ξανα στο παιχνίδι, με αξιώσεις αυτή τη φορά, και εξελίσσεται στη «Νεα Ιαπωνία», απευθυνόμενη σε ένα κοινό που ΔΕΝ γνώρισε την Ιαπωνία στον καιρό της!
Εχοντας ζήσει όλα αυτά (όχι απλώς σαν ιδιώτης, αλλά επαγγελματικά, συνολικά, δυναμικά και «απο μέσα»), περιμένω την επόμενη φάση, αυτή της σταδιακής “εγκατάλειψης” και τελικής κατάργησης του κινητήρα εσωτερικής καύσης χάριν του ηλεκτρικού μοτέρ. Αν σκεφτεί κανείς την απλότητα, την οικονομία και την ευκολία (για τον κατασκευαστή) του ηλεκτροκινητήρα σε σχέση με το θερμικό μοτέρ, με τα εκατοντάδες εξαρτήματα, το κιβώτιο, το σύστημα ψυξης, τα λάδια, την συντήρηση, τις φθορές, θα αντιληφθεί ότι όσον αφορά το commuting, εκεί δηλαδή που η αυτονομία δεν αποτελεί ζήτημα ούτε πρόβλημα, δεν υπάρχει μέλλον για τίποτε άλλο μέσα στις πόλεις. Ενα μέλλον, που ήδη είναι εδώ, απλά δεν το έχουμε ακόμα αντιληφθεί.
Όποιος θέλει να «δει» την εξέλιξη των πραγμάτων, δεν έχει παρά να επισκεφτεί τα μεγάλα καταστήματα, τις αλυσσίδες ηλεκτρονικών και πληροφορικής. Έτσι, θα δει δίπλα στα ηλεκτρικά πατίνια (που εδώ και χρόνια πωλούνται εκεί), και τα πρώτα ηλεκτροκίνητα σκούτερ κανονικών διαστάσεων, σε ένα deja vu του 1980 με τα αυτοματα Garelli κ.α., που πωλούντο στα βενζινάδικα και στα super markets. Τα μόνα εξαρτήματα πάνω σε αυτά τα ηλεκτρικά commuters που τα συνδέουν με τον καταναλωτικό κόσμο του δικύκλου όπως τον ξέρουμε (ή όπως «τον ξέραμε»), είναι τα λάστιχα και τα τακάκια των φρένων. Τίποτε άλλο. Και αν «η ψυχή» μιάς μοτοσυκλέτας είναι ο κινητήρας της, όπως έλεγαν παλιά οι ρομαντικοί, σας πληροφορώ μετά βεβαιότητας αλλά και αυτογνωσίας, ότι η ψυχή αυτή εξέλιπε.
ΟΚ, έχουμε χρόνο, χρόνια, ακόμα. ΟΚ, υπάρχουν ακόμα πολλές εντυπωσιακές μοτοσυκλέτες, φορτωμένες με τόσα εντυπωσιακά ηλεκτρονικά gadgets και βοηθήματα, που κάποιες φορές «αυτοαναιρούν» την χρησιμότητά τους (για τους ελάχιστους που μπορουν να τις αγοράσουν, εννοείται), αλλά ο χρόνος πετάει, time flies, και όπως «ξεχάστηκαν» τα δίχρονα, έτσι, πριν το καταλάβουμε, τα ορυκτά καύσιμα θα αποτελούν ανάμνηση, και τα μεγέθη χωρητικότητας των μπαταριών μαζί με τα καλώδια των ταχυφορτιστών θα γίνουν το θέμα έρευνας, δοκιμής και συζήτησης στα δίτροχα fora και media (που δεν αμφιβάλλω ότι θα τα βρίσκουν όλα από τέλεια μέχρι εξαιρετικά, όπως ακριβώς γίνεται και τώρα).
Δε θα πω πράγματα που δεν πιστεύω για μια νέα πραγματικότητα που περιμένω να έρθει για να την γνωρίσω, αλλά είμαι πολύ σίγουρος ότι θα την συνηθίσω.
Οπως συνήθισα, πέρασα και ξεπέρασα, μαζί με κάθε άλλον μοτοσυκλετιστή στον πλανήτη, όλες τις φάσεις που περιέγραψα στην αρχή. Και κάθε φορά που κάτι άλλαζε και έμενε πίσω για πάντα, είμαστε επιφυλακτικοί για το καινούργιο που το αντικαθιστούσε, μέχρι που αυτό το καινούργιο εξελισσόταν και γινόταν όλο και καλύτερο, ενω το παλιό έμενε σαν μια αγαπημένη ανάμνηση στην οποία ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε.
Ετσι, ζούμε καθε μέρα που ξημερώνει, απολαμβάνοντας όσα μπορούμε (και μας επιτρέπεται) να απολαύσουμε, κατανοώντας ότι όλα εξελίσσονται και ότι εμείς, σαν μονάδες μιας κοινωνίας ανθρώπων και έχουμε, και διεκδικούμε μια θέση στο μέλλον. Αλλά πρώτα, πρέπει να το αποδεχτούμε.
Μέχρι τότε, ας κατέβουν οι μανιβέλλες των δίχρονων, ας ανέβουν οι στροφές των τετράχρονων και ας μείνουμε στο αξίωμα του «ό,τι κινείται σε δύο τροχούς, αποκλείεται να μην είναι καλό»!
Δημήτρης Παπανδρέου
Εκδότης MOTOSPORT, 1978-σήμερα
Καλη χρονια Δημητρη
Υγεια και παντα ασφαλη χλμ