ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ 1994, ΤΟ MOTOSPORT ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ ΕΝΑ, ΑΚΟΜΑ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ Δ.Π. (ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΜΑΤΙΕΣ…ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ” ΤΟ 2017). ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΝ, ΝΑ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ. ΑΛΛΑ ΘΑ ΣΗΜΕΙΩΣΩ, ΟΤΙ ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΤΕΤΟΙΕΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΟΛΗΣΕΙΣ, ΟΥΤΕ ΒΟΗΘΟΥΝ ΣΤΟ ΝΑ “ΓΕΝΝΗΘΟΥΝ” ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ. Η ΣΙΩΠΗ, ΕΠΟΜΕΝΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΣΑΝ “ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ”. ΜΕΧΡΙ ΝΕΩΤΕΡΑΣ, ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ, ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ, ΣΤΗΝ ΚΑΛΩΔΙΩΣΗ, ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ… Δ.Π.
Η ΦΛΟΡΕΤΑ
Τσαφ! Η σφαλιάρα άστραψε θαρρείς, πάνω στο κουρεμένο σβέρκο του Μανωλάκη, όπως λαχανιασμένος δρασκέλιζε το κατώφλι του συνεργείου. Πίσω από την ξύλινη πόρτα τον περίμενε το αφεντικό, την ξύλινη πόρτα που από τα πολλά χέρια γαλάζιας μπογιάς είχε γίνει διπλή σε πάχος.
«Πού ήσουνα ρε;», ρώτησε το Μανωλάκη με τρομερό μουγκρητό ο κυρ Σταύρος, ενώ ταυτόχρονα κινήθηκε στο πλάϊ σηκώνοντας το χέρι, έτοιμος να αποκόψει τον ελιγμό του πιτσιρικά και να του αστράψει δεύτερη σφαλιάρα. Μαγνητισμό είχε το σβέρκο του παιδιού θα έλεγε κανείς, έτσι ώστε όταν σχόλαγε το βράδυ ο λαιμός του ήταν κατάμαυρος από την μουτζούρα που άφηναν τα δάχτυλα του αφεντικού.
«Τι βαράς, μάστορα;», κλαψούρισε το παιδί, ταμπουρωμένο πίσω από ένα σωρό σκουριασμένες ζάντες, που οι σπασμένες ακτίνες τους δημιουργούσαν μιάς πρώτης τάξεως αμυντική γραμμή και οχυρό. «Μ’ έστειλε η μάνα μου σε δουλειά, κι εσύ ούτε το ποδήλατο δεν μ’ αφήνεις να πάρω».
Ο μάστορας έχοντας χορτάσει την πρωϊνή του όρεξη για «φοβέρα» (η γυναίκα του είχε φύγει νωρίς και δεν είχε προλάβει να την βρίσει που του άργησε τον καφέ), έχασε το ενδιαφέρον του και στράφηκε μουρμουρίζοντας προς τον πάγκο. «Βγάλε τις Φλορέτες έξω», γρύλλισε πάνω από τον ώμο του στον Μανώλη. «Μόνο την τεσσάρα άσε μέσα, γιατί της στράβωσε το λεβιέ πάλι χτες εκείνος ο χτικιάρης ο Λάκης».
Αγρίνιο 1965. Δυτικές συνοικίες, στενοί δρόμοι, σοκάκια γεμάτα λάσπη. Χειμώνας γκρίζος και υγρός. Καπνοχώραφα, ηρεμία και πλήξη. Μυρωδιά από ξύλα και μαύρο ταμπάκο, κληματόβεργες να βγάζουν άσπρο καπνό, ξυλόσομπες στα καφενεία με τα νοτισμένα τζάμια. Το μαγαζί του κυρ Σταύρου του ποδηλατά, ήταν ξακουστό σ’ εκείνη την μεριά της πόλης. Αυτό, κι ένα ακόμη, αποτελούσαν τον δίτροχο κόσμο της περιοχής. Δύο γκρίζες πεντάρες, μία κόκκινη τεσσάρα και μία παλιά γκρίζα τριάρα με τις ταχύτητες στο χέρι, όλες Φλορέτες, ήταν τα νοικιάρικα του κυρ Σταύρου. Ο «άλλος», είχε Ζακς. Ο «άλλος», δηλαδή το μαγαζί στην άλλη πλευρά της πόλης, ήταν ο μεγάλος του καϋμός. Ποτέ του δεν χώνεψε ότι άνοιξε μετά απ’ αυτόν, ότι έκανε μεγαλύτερο μαγαζί κι ότι έβγαλε περισσότερα μηχανάκια στο νοίκι. «Τα παλιοζάκς», μούγκρισε ο κυρ Σταύρος νοιώθωντας ταυτόχρονα μια φαγούρα στην δεξιά παλάμη και ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω για να εντοπίσει το σβέρκο του Μανωλάκη. Εκείνος, έπιασε τη ματιά του και φρουπ, γλύστρησε έξω απ’ την πόρτα, πιάνοντας μ’ ένα πανί να καθαρίζει τα καπάκια της κόκκινης Φλορέτας.
«Όχι αυτή βρε! Μέσα σου είπα να την αφήσεις». Ο μικρός κύτταξε τον κυρ Σταύρο πάνω από το στρογγυλό ρεζερβουάρ με βλέμμα μεγάλου.
«Την έφτιαξα, κιόλας, κυρ Σταύρο», είπε ήρεμα. «Δεν είχε τίποτα», συμπλήρωσε, και σαν να ένοιωσε κάτω απ’ τα δάχτυλά του το μέταλλο να γίνεται πιο απαλό, πιο ζεστό, σχεδόν σαν να αντιδρούσε στο χάδι και στη φροντίδα. «Μπα», σκέφτηκε αλαφιασμένος και πετάχτηκε πάνω ο νεαρός. Τι ήταν αυτό; Ήξερε ότι του άρεσε να γυαλίζει τα μηχανάκια, χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί (και χωρίς να θέλει να καταλάβει). Αλλά αυτό το κάψιμο που ένοιωσε στην κοιλιά, αυτή η ανατριχίλα στα δάχτυλα, λες κι ήταν ζωντανό το αφιλότιμο. Γύρισε να φύγει, στάθηκε πάλι, έριξε μια ματιά. Τον κοίταγε! Θα μπορούσε να πάρει όρκο ότι η Φλορέτα τον κοίταγε! Έτσι όπως ήταν στριμμένο το τιμόνι της, εκείνο το μεγάλο φανάρι πάνω από το καμπυλωτό φτερό είχε καρφώσει το «βλέμμα» κατ’ ευθείαν στον Μανώλη, που ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος. Στη στιγμή όλα έγιναν όπως πρώτα και το κόκκινο μηχανάκι έγινε ξανά αυτό που ήταν. Το νοικιάρικο που περίμενε να σχολάσουν οι οικοδομές, και να ‘ρθουν τα παλληκάρια να ακουμπήσουν τα ιδρωμένα τάλληρά τους στις λαδωμένες παλάμες του κυρ Σταύρου.
Ο Μανώλης, που όλοι τον φώναζαν Μανωλάκη, παρ’ ότι περπάταγε στα δεκαεφτά, πέρασε την υπόλοιπη μέρα του όπως όλες τις άλλες. Μάζευε τα εργαλεία, κόλλαγε σαμπρέλλες, έκανε θελήματα του κυρ Σταύρου –πετάχτηκε και στο σπίτι του να του φέρει μεσημεριανό– και το απόγευμα έβαζε βενζίνη στα μηχανάκια που φεύγανε κι ερχόντουσαν ασταμάτητα. Το απόγευμα, που ο κυρ Σταύρος έπλενε τα χέρια του και καθόταν «στο γραφείο», ένα τραπεζάκι στριμωγμένο πλάϊ στην πόρτα, γεμάτο βίδες, λαστιχάκια από βαλβίδες και ξεφτισμένα τεφτέρια. Άναβε τσιγάρο, του έκανε και καφέ ο Μανωλάκης, κούρδιζε καλά το μεγάλο ξυπνητήρι, και περίμενε τα παιδιά, για να αρχίσει το νοίκι. Ίσαμε και μισό μεροκάματο του άφηναν για μια ώρα βόλτα στη Φλορέτα. Ογδόντα η ώρα είχαν οι πεντάρες, εξήντα οι τεσσάρες και σαράντα η παλιά τριάρα. Τα παιδιά καβάλαγαν και έφευγαν με τα πόδια κάτω και με το τιμόνι να παίζει δεξιά-αριστερά. Τη λαχτάρα που είχαν να τρέξουν με μιάς και να βρεθούν στις γειτονιές των κοριτσιών τους, μπορούσες όχι μόνο να τη καταλάβεις αλλά και να την αισθανθείς. Κι όταν γύριζαν, με την ψυχή στο στόμα να μην περάσουν την μία ώρα και τους πάρει και τα τελευταία φραγκοδίφραγκα ο κυρ Σταύρος για το «επιπλέον», άφηναν θλιμμένοι τα μηχανάκια κι έφευγαν με τα χέρια στις τσέπες, ή χουχουλιάζοντας τα ξυλιασμένα τους δάχτυλα. Άλλοι έμεναν λίγη ώρα, τριγυρίζοντας άσκοπα και ψιλοκουβεντιάζοντας, άλλοι δεν ήθελαν να μείνουν ούτε λεπτό, μόνο που πριν στρίψουν την γωνία γύρναγαν κι έριχναν μια ματιά στις Φλορέτες, που σαν ξεδιάντροπα θηλυκά είχαν γυρμένο τον τροχό τους, με τις χορταστικές καμπύλες του εμπρός φτερού να λέει πράγματα και να διηγείται ιστορίες, που οι νεαροί Αγρινιώτες ένοιωθαν μέσα τους, μόνο που δεν μπορούσαν να τις βγάλουν στο φως.
Αυτό το κόκκινο φτερό και το γκρίζο φανάρι πάνω από το ρεζερβουάρ, ξετρέλανε και τον Μανωλάκη εκείνη τη μέρα. Μόνο που ούτε αυτός δεν το ήξερε ακόμα…
Το άλλο πρωΐ, ο Μανώλης ξύπνησε μπουρινιασμένος, αλαφιασμένος, χωρίς να ξέρει τι του φταίει. Πετάχτηκε πάνω τρέμοντας από το κρύο, ντύθηκε στα γρήγορα, καλημέρισε τη μάνα του, έριξε μια ματιά στη κλειστή πόρτα της δεύτερης κάμαρας και χωρίς να αναρωτηθεί αν ο πατέρας ήταν μέσα (όπως έκανε κάθε μέρα) έφυγε για τη δουλειά. Έξω, παγωνιά. Υγρασία, γκρίζος ουρανός, και οι καπνοί, όλοι εκείνοι οι καπνοί απ’ τις σόμπες και τα μαγειριά, ν’ ανεβαίνουν καρφί για να σμίξουν με τα φορτωμένα σύννεφα. Το μαγαζί ήταν κλειστό. Περίμενε, και σε λίγο ακούστηκε πρώτα ο βήχας και μετά το περπάτημα του κυρ Σταύρου, που έμεινε εμβρόντητος όταν τον είδε. «Μπα, το πουλάκι μου. Τι είναι ρε; Ήρθες να μου πεις ότι σε θέλει πάλι η μάνα σου για θελήματα;».
«Τι είναι αυτά που λες κυρ Σταύρο;», απάντησε χαρωπά ο Μανωλάκης. «Ήρθα τώρα, γιατί σήμερα είναι Σάββατο κι έχουμε δουλειά από νωρίς», είπε, κι άλλαξε πόδι ρίχνοντας λοξές ματιές προς την κλειδωμένη γαλάζια πόρτα. Ο κυρ Σταύρος έβγαλε, μουρμουρίζοντας, το λουκέτο από τους χαλκάδες και ο μικρός τρύπωσε σαν σίφουνας στο μαγαζί, καρφί στην κόκκινη Φλορέτα! Με μιάς, το μυαλό του φωτίστηκε, κι ένοιωσε μια απέραντη ανακούφιση μέσα του, λες κι ήταν δυνατόν να είχε κλέψει κάποιος το μηχανάκι. Λες και δεν ήταν σίγουρο ότι θα το ‘βρισκε εκεί που το είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ. «Μάστορα, αυτήν να μην την βγάλεις για νοίκι σήμερα. Μου φαίνεται ότι χτυπάει τα ελατήρια, θέλει κάψιμο η εξάτμιση κι έχει στραβώσει την πίσω ζάντα», είπε με μια ανάσα. Ο κυρ Σταύρος τον καλοκοίταξε και δεν είπε τίποτα. «Χμμ», έκανε μόνο. Άρχισε κι αυτός να καταλαβαίνει. Είχε δει πολλούς πιτσιρικάδες να τρελλαίνονται με τα μηχανάκια και ήξερε ότι κάπως έτσι αντιδρούν. Και είναι αλήθεια ότι είχε απορήσει με τον Μανώλη, αφού έδειχνε μάλλον αδιάφορος για τις Φλορέτες που άλλοι νεαροί της ηλικίας του «ακούμπαγαν» πάνω τους και την τελευταία τους δεκάρα.
Ο Μανώλης άφησε μέσα την τεσσάρα και ασχολήθηκε με τις άλλες. Τις έπλυνε, λάδωσε τις αλυσσίδες, φύσηξε τα μπουζί, έσφιξε τις εξατμίσεις, λάδωσε τα συρματόσχοινα, φούσκωσε τα λάστιχα «του σκασμού», και δοκίμασε τις ακτίνες με τα δάχτυλά του μήπως βρει καμμία λάσκα. Μετά, τις γέμισε μέχρι πάνω με το «μιξ» που έφτιαχνε ο κυρ Σταύρος, φύσηξε τις τάπες για να μην βουλώνει η τρύπα της εξαέρωσης και κύτταξε τα ρουμπινέτα και τα σωληνάκια. Τέλος, μη έχοντας τι να κάνει, έκατσε στο σκαλί και περίμενε να σχολάσουν οι οικοδομές. Την τεσσάρα ούτε που την κοίταξε, ούτε που την ανέφερε. Ευχόταν, μάλιστα, να την είχε ξεχάσει κι ο κυρ Σταύρος. Όμως, ο Λάκης «ο χτικιάρης», ένας ψηλόλιγνος νεαρός που κοκορευόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να τον περάσει σαν έβγαιναν στην δημοσιά με τα νοικιάρικα, δεν την είχε ξεχάσει:
«Πού είναι η κόκκινη, Σταύρακα;», ρώτησε κι έπαιξε το μασούρι τα γυαλιστερά εικοσάρικα στα χέρια. «Βγάλε, ρε, την τεσσάρα», είπε εκείνος στον μικρό, (κι ένοιωσε ξανά την φαγούρα στην παλάμη, καταλαβαίνοντας τι του ‘λειπε τόση ώρα). Ο Μανώλης πήγε να πει «μα», αλλά τον πρόλαβε η σφαλιάρα. «Τι ‘’μα’’ ρε αφαλοκομμένο που δεν σέβεσαι το ψωμί που τρως;», και να κι άλλη σφαλιάρα, ξώφαλτση, που του πήρε και το μάγουλο. Ο Λάκης χαχάνισε απ’ έξω, και η Φλορέτα, ασυγκίνητη, παρακολουθούσε τη σκηνή με το χρωμιωμένο μάτι της. Ο Μανώλης έβγαλε έξω το μηχανάκι, και ο Λάκης σήκωσε το αριστερό ρεβέρ του παντελονιού του, το έβαλε μέσα στη κάλτσα, και κατέβασε την μανιβέλα. Κακάρισε το μοτεράκι, άνοιξε το γκάζι και σφύριξε το βεντιλατέρ. Ο Μανώλης άκουγε, κι έβλεπε. Οι θόρυβοι αυτοί του φαίνονταν τόσο γνωστοί, τόσο δικοί του, τόσο αγαπημένοι, που απόρησε, πρώτα πως δεν το είχε νοιώσει τόσο καιρό, και μετά ένοιωσε και να ξεκόβεται από κάτι δικό του, όπως είδε τον Λάκη να καβαλάει και με το τσιγάρο στραβά στο στόμα να ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Πετάχτηκε πάνω, χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά τι κάνει, και όρμησε στο «σβηστήρι». «Άστηνα κάτω την τεσσάρα», είπε. «Είναι δικιά μου», συμπλήρωσε. Ο Λάκης τον κύτταξε απορημένος και ο μάστορας όρμησε απ’ το κατώφλι του μαγαζιού με τις χερούκλες να ανεμίζουν στον αέρα. «Σ’ έφαγα μπάσταρδε», ούρλιαξε και ξέχασε και τους καφέδες που του είχε κάνει ο Μανωλάκης, και τα θελήματα, και τις σφαλιάρες που του ‘δινε και ευχαριστιόταν η μίζερη, καταπιεσμένη ψυχή του. Φτερά έβγαλε στα πόδια ο μικρός, σκαρφάλωσε πλάϊ, σ’ ένα γκρέμι, χάθηκε στα χαλάσματα, πού να τον φτάσει ο χοντρός. Κούρνιασε σε μια γωνιά, κι άκουσε τη Φλορέτα να κακαρίζει όπως έβαζε μπροστά για την υποχρεωτική της, «επί πληρωμή», βόλτα.
Ήταν Σάββατο, προπαραμονή Χριστουγέννων. Χαρούμενος ο κόσμος, χαρούμενοι κι αυτοί που δούλευαν και τους έβγαιναν τρεις μέρες σχόλη στη σειρά. Κυριακή, Δευτέρα ανήμερα, και Τρίτη. Ο Μανώλης έκοψε δρόμο από το ρέμα και τράβηξε για τη γειτονιά του Λάκη, ούτε πέντε λεπτά απόσταση. Ήξερε ότι ο νεαρός θα πήγαινε ίσια για εκεί, θα πέρναγε δυό-τρεις φορές απ’ όλους τους δρόμους και μετά θα άραζε στο καφενείο. Τώρα το χειμώνα μάλιστα που τα παράθυρα ήταν κλειστά και τα κορίτσια δεν άκουγαν με το πρώτο, δεν έβρισκε λόγο να παγώνει κάνοντας πάνω-κάτω τον ίδιο δρόμο. Ο Λάκης δεν αγάπαγε το μηχανάκι, αλλά το καυχησιό. Κι αν μπορούσε να το αγοράσει, έτσι, για να το δείχνει θα το αγόραζε, για ν’ ακούει τους πιτσιρικάδες να λένε: «Να, αυτή είναι η Φλορέτα του Λάκη».
Ο Μανώλης έριξε κρυφά ένα βλέμμα από τη γωνία. Όπως το ‘χε φανταστεί, η Φλορέτα βρισκόταν στημένη έξω από το καφενείο και ο Λάκης δεν φαινόταν πουθενά. Το δίχως άλλο, θα ήταν μέσα με τους φίλους του, και θα τους έλεγε από πού ερχόταν και που θα πήγαινε, θα τους διηγόταν μάλιστα και πως πήγαιναν τα παζάρια που έκανε με τον κυρ Σταύρο για την αγορά της τεσσάρας, μια αγορά που δεν θ’ αργούσε. Όρμησε ο Μανωλάκης. «Ή τώρα ή ποτέ», σκέφτηκε, έδωσε ένα σάλτο, βρέθηκε πάνω στην Φλορέτα. Έσπρωξε με τα μακριά του πόδια, κύλησε πιο ‘κει το μηχανάκι, έβαλε δεύτερη, πήρε μπροστά, πάει χάθηκε ο Μανωλάκης μέσα στις σκιές του σούρουπου, χωρίς να ξέρει γιατί με μιάς έγινε κλέφτης, γιατί πέρασε στην αντίπερα όχθη όπως τόσοι άλλοι πριν απ’ αυτόν. Ήταν η σφαλιάρα; Το ειρωνικό χαχανητό του Λάκη; Ή μήπως ήταν η Φλορέτα που του’ κλεισε για πάντα την καρδιά ανάμεσα στα κόκκινα καπάκια της;
Στο μεταξύ, πίσω είχε ξεσπάσει φασαρία και χαμός μεγάλος. Ο Λάκης πετάχτηκε έξω από το καφενείο αλαφιασμένος, κι άρχισε να φωνάζει «κλέφτης, κλέφτης!». Από κοντά κι οι άλλοι θαμώνες, νέοι και γέροι, νοιώθοντας το αίμα τους να ανάβει, συνεπαρμένοι από την προσμονή του κυνηγητού. «Για δες τι του ‘καναν του ανθρώπου», έλεγαν και χτύπαγαν τις τραγιάσκες στα χέρια τους, και δεν ήξερες για ποιόν άνθρωπο μίλαγαν, για τον Λάκη που έχασε την βόλτα, για τον ποδηλατά που έχασε το μηχανάκι του ή για τον κλεφτάκο που τον είχαν φλομώσει στην καρπαζιά. Ανοιγόκλειναν το στόμα με έκπληξη, πετάριζαν τα ρουθούνια με έξαψη και σάλιωναν τα χείλη, νοιώθοντας το λαρύγγι τους ξερό, σαν κυνηγόσκυλα λίγο πριν τ’ αμολήσουν για λαγό. Από μακριά, φάνηκε ο χωροφύλακας να πλησιάζει, με μια κουστωδία πιτσιρίκων να χοροπηδάει γύρω του. Τον είχαν δει τον Μανωλάκη πάνω στη Φλορέτα, να τραβάει κατά την λίμνη. Αν βιαζόντουσαν, λέει, θα τον προλαβαίνανε. Πού θα πήγαινε με το αγιάζι, φορώντας τα ρούχα της δουλειάς, χωρίς πανωφόρι και με τη νύχτα να πέφτει;
Ο Μανωλάκης έτρεμε σαν σκύλος, και τα δόντια του χτυπούσαν χωρίς να μπορεί να σταματήσει, όσο κι αν έσφιγγε τα σαγόνια του. Άκουγε το σφύριγμα της μηχανής όμως και δεν τον ένοιαζε τίποτα. Μια δυό φορές σταμάτησε και έπιασε την εξάτμιση από πίσω για να ζεσταθεί, αλλά ούτε που ένιωσαν τίποτα τα δάχτυλά του, μήτε ζέστα μήτε κάψιμο. Έκανε μια μεγάλη βόλτα, τραβώντας κατά την λίμνη, και μετά πήρε κάτι χωματόδρομους και γράνες που τον γύρισαν πίσω, απ’ την άλλη πλευρά, προς τον κάμπο. Πάσχιζε να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί, μα ήταν αδύνατον. Μόνο το σφύριγμα ήθελε ν’ ακούει, και τίποτε άλλο.
Μαζεύτηκαν πολλοί. Ο ενωμοτάρχης, τρείς χωροφύλακες, καμμιά δεκαριά νεαροί με μηχανάκια, δυο τρία φορτηγά και άλλα τόσα τρακτέρ. Μπήκαν και μερικοί στις φρέζες και κούτσα-κούτσα πήραν το καραβάνι από πίσω, τραβώντας για τις λίμνες. Ένας «στρατός» στο κατόπι του Μανωλάκη και της Φλορέτας του. Πήγαν και στο σπίτι του, με τον κυρ Σταύρο να φωνάζει και να καταριέται. «Σαν γατί θα τον πνίξω τον προκομένο σου», είπε στη μάνα του, κι έμπηξαν τις φωνές τα μικρά από μέσα. Χλωμή εκείνη, πήγε να τον ησυχάσει, μα δεν γινόταν τίποτα: «Θα στη φέρει πίσω την μηχανή κυρ Σταύρο. Τον ξέρεις, είναι καλό παιδί και τις μηχανές δεν τις αγαπάει. Για δουλειά θα την πήρε», του έλεγε. «Στη φυλακή θα τον στείλω», απειλούσε ο ποδηλατάς. Στη φυλακή… Έτσι είναι. Ποιός πάει κόντρα στην τάξη των πραγμάτων, ποιός μπορούσε να πάει κόντρα στη «φύση» στο Αγρίνιο του 1965; Οι μαστόροι θα ‘ριχναν καρπαζιές στους παραγιούς, και ‘κείνοι θα ‘κλεβαν τους μαστόρους όποτε μπορούσαν. Μόνο που ο Μανωλάκης δεν ήταν κλέφτης. Το πρόβλημά του; Δεν ήταν ούτε παραγιός…
Το φως ήταν θαμπό και κίτρινο, στη νοτισμένη ψυχρή ατμόσφαιρα της νύχτας. Ασπρισμένοι τοίχοι από ‘μπρος, μισογκρεμισμένα χαλάσματα με πεταγμένα σύρματα και ξύλα πίσω. Ένα παράθυρο, πράσινο, κλειστό. Μια αυλή στο πλάϊ, με τους σοβάδες πεσμένους να παίρνουν χίλια σχήματα και σκιές στο φως της λάμπας. Ερημιά, καλαμιές, ησυχία. Το «σπίτι» της Φλώρας ήρθε στη σκέψη του Μανώλη μηχανικά, όπως μπαινόβγαινε στο μυαλό του το όνομα της Φλορέτας. Η Φλώρα έμενε πολλά χρόνια στο σπίτι μέσα στο ρέμα και ο Μανωλάκης ένοιωθε σαν να την ξέρει, από τα τόσα που άκουγε γι’ αυτήν από τους νεαρούς που νοίκιαζαν τα μηχανάκια. «Πάμε στη Φλώρα», ή «πήγαμε στην Φλώρα», έλεγαν, καθαροί και καλοχτενισμένοι, τα Σαββατόβραδα και τα Κυριακάτικα απογεύματα. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, καλό παιδί, ο Ηλίας που νοίκιαζε τις πεντάρες, τον είχε ρωτήσει μια φορά αν είχε πάει κι αυτός. Κοκκίνισε ο Μανωλάκης κι έγνεψε «όχι» με το κεφάλι. Και να τώρα, που έσβησε τη μηχανή και παραμόνεψε στις καλαμιές το σπίτι της γυναίκας. Κανείς δεν θα τον ζήταγε εκεί τέτοια ώρα, τη νύχτα. Θα περίμενε μονάχα να σβήσει το φως, κι ύστερα θα χωνόταν στα χαμόσπιτα στην πίσω αυλή, να περιμένει το ξημέρωμα. Κι έτσι έγινε. Βρήκε και κάτι κουρέλια και χαρτόνια, τυλίχτηκε μ’ αυτά, στριμώχτηκε δίπλα στο μηχανάκι προσέχοντας μην κάνει θόρυβο, κι αποκοιμήθηκε.
Ο Μανωλάκης ξύπνησε από τα δυνατά ουρλιαχτά. Μια γυναίκα φώναζε, σαν να την σφάζανε! Άνοιξε τα μάτια και είδε ότι ο τόπος γύρω φεγγοβόλαγε σαν να ήταν μέρα. Άκουσε γέλια, χάχανα και πολλές αντρικές φωνές. Ύστερα πάλι ουρλιαχτά, που έγιναν λυγμοί καθώς τα χάχανα δυνάμωσαν και σκέπασαν την φωνή της γυναίκας. Σβέλτα, σκέπασε όσο μπορούσε το μηχανάκι με τα χαρτόνια και ανέβηκε στα χαλάσματα, πιάστηκε από ένα κλαδί και σαλτάρισε στο δέντρο που φύτρωνε στο πλάϊ του σπιτιού. Έμεινε, με το στόμα να χάσκει απ’ την κατάπληξη και τον τρόμο: Καμμιά δεκαριά αυτοκίνητα και μηχανάκια ήταν αραγμένα μπροστά στο σπίτι της Φλώρας, και μπροστά ήταν πεταμένα πράγματα, ρούχα, φουστάνια, σεντόνια, φτιασίδια, κατσαρολικά, καρέκλες. Στη μέση του θλιβερού σωρού, κουλουριασμένη στο πλευρό, ήταν μια γυναίκα γυμνή και άσπρη, αφύσικα άσπρη στο φως που έριχναν οι προβολείς των οχημάτων. Μέσα στο σπίτι μπαινόβγαιναν νεαροί, ανάμεσά τους και ο Λάκης, που πέταγαν τα τελευταία πράγματα του νοικοκυριού στο δρόμο. Παραπέρα, ο ενωμοτάρχης έστριβε τσιγάρο, ακουμπισμένος στο πλευρό της παλιάς Σεβρολέτας. Σήκωσε το κεφάλι και κύτταξε κατά το σπίτι και ο Μανώλης πάγωσε γιατί νόμιζε ότι τον είχε δει. Όχι όμως. Στράφηκε και μπήκε στο αμάξι. Έβαλε μπροστά, και μετά γύρισε το καρούμπαλο της σκεπής, μια φορά: «Ουοόννν», έκανε ένα μπάσο ήχο κι άστραψε το κόκκινο φως. Ήταν, φαίνεται, το σύνθημα. Όλοι γύρισαν, γελώντας ακόμα, και μπήκαν στα αμάξια τους. Βάλανε μπροστά και φύγανε. Δυο τρεις πήραν στα χέρια τις νυχτικιές της Φλώρας και τις ανέμιζαν σαν σημαίες όπως ξεμακραίνανε με τα μηχανάκια. Μετά τις παρατήσανε και τα ρούχα, κουρέλια, σκαλώσανε στις καλαμιές και έμειναν ακίνητα, σημάδια αλάθητα της αποκαταστημένης ισορροπίας της γκρίζας πόλης. Ένας κλέφτης ξέφυγε, μια αμαρτωλή τιμωρήθηκε. Η τάξη δεν είχε διασαλευτεί…
Δειλά-δειλά ο Μανωλάκης πλησίασε την πεσμένη γυναίκα, που τώρα έκλαιγε με αναφυλλητά. Άπλωσε το χέρι και μετά το τράβηξε πίσω. Δεν ήξερε τι να κάνει. Εκείνη αισθάνθηκε την παρουσία του, γύρισε και τον είδε. Άφησε μια φωνή και μαζεύτηκε. Ο Μανωλάκης βιάστηκε να πισωπατήσει. Μην φοβάσαι, ήθελε να της πει. Εμένα ζητάνε, θα συμπλήρωνε, αλλά κυττούσε τα μάτια της πόρνης, κόκκινα απ’ το κλάμα, με μικρές ρυτίδες γύρω από τις μαύρες γραμμές της μπογιάς που είχε ξεβάψει, να της σημαδεύουν τα μάγουλα. Ένοιωσε ένα κόμπο στο λαιμό, κρέμασε τα χέρια κι έμεινε να κυττάει σαν χαζός, με τη ματιά να κατεβαίνει πιο κάτω, στα φουσκωμένα στήθη της γυναίκας, που τώρα σηκώθηκε, τον κύτταξε παράξενα κι έβαλε τα γέλια! Βραχνό, γάργαρο γέλιο, που έμοιαζε με λυγμό. «Να κι ένας άντρας που φοβάται πιο πολύ από μένα», γέλασε ξανά, κι έπειτα σκέπασε τη γύμνια της με ένα σεντόνι, κι άρχισε να μαζεύει αγκαλιές τα ρούχα.
Ο Μανωλάκης έμεινε για λίγο ακίνητος. Ύστερα, έπιασε μια καρέκλα, ένα σκαμνί και δύο τετζερέδια και μπήκε στο σπίτι. Η Φλώρα έβαζε τάξη στο μοναδικό δωμάτιο, ίσιωνε το κρεββάτι και τακτοποιούσε όσα δεν είχαν προλάβει να πετάξουν οι βασανιστές της. «Άστα εκεί», του είπε, δείχνοντας ένα παραβάν σε μια γωνιά, που χρησίμευε για κουζίνα. Ο Μανώλης αναθάρρησε, ζωντάνεψε. Σε δυό λεπτά είχε φέρει όλα τα πράγματα μέσα, κι έπειτα έκατσε σε μια γωνιά και περίμενε. «Τι περιμένεις; Την πληρωμή;» του είπε η γυναίκα, που στο μεταξύ είχε ντυθεί με μια χοντρή ρόμπα. «Πως δεν σε έχω δει εσένα;», πρόσθεσε, κυττώντας τον εξεταστικά. «Μην νοιάζεσαι για μένα», συνέχισε να μιλάει γυρνώντας το κεφάλι να βρει μια βούρτσα. «Έτσι κάνει ο ενωμοτάρχης άμα του φεύγει αυτός που κυνηγάει. Με κρατάει, για να ξεσπάει πάνω μου. Είναι το αφεντικό μου. Εσύ δεν έχεις αφεντικό;», ρώτησε και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του.
Ο Μανωλάκης έκατσε, αργά, στο πάτωμα. «Έκλεψα τη Φλορέτα», της είπε απλά. «Θα με κυνηγάνε, μάλλον. Να μείνω εδώ σήμερα;». Η Φλώρα τον κύτταξε με συμπόνια. «Εσένα κυνηγάνε φουκαράκο; Εσύ είσαι ο ληστής που ψάχνει η μισή πόλη; Έχουν ειδοποιήσει όλα τα χωριά και η χωροφυλακή έχει βγει στους δρόμους. Είσαι, λέει, ανατρεπτικός, έκανες ζημιές στο μαγαζί, κατάκλεψες το αφεντικό σου». Γέλασε η γυναίκα, κι άνοιξε τα χέρια της. «Έλα ‘δω τώρα, να πληρωθείς για τη δουλειά σου». Κι ένας Μανωλάκης παγωμένος, με το κάτω χείλι του να τρέμει απ’ το κρύο κι απ’ το παράπονο, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές και με το μέλλον του πιο μαύρο κι απ’ τη νύχτα, βούτηξε μονοκόμματος με το κεφάλι κι έμεινε στη ζεστή αγκαλιά της γυναίκας, να πνίγει ανάμεσα στα γεμάτα στήθη της το παράπονο που του ‘πνιγε τη ψυχή. Μέσα σε μια μέρα, ο Μανωλάκης απ’ το Αγρίνιο είχε βρει και τη Φλορέτα του και τη Φλώρα. Ο Μανωλάκης που από ‘δω και μπρος θα λεγόταν Μανώλης.
Χριστούγεννα. 25 Δεκεμβρίου 1965, ημέρα Δευτέρα. Ο Μανώλης ξύπνησε όπως πάντα νωρίς, κι ανοίγοντας τα μάτια του είδε μια φωτεινή ανταύγεια να μπαίνει απ’ τις γρίλλιες. Προσεκτικά, για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα που κοιμόταν δίπλα του, έσπρωξε τα στρωσίδια και σηκώθηκε. Έριξε μια ματιά απ’ το τζάμι της πόρτας: Χιόνι! Όλα κατάλευκα, κι ο δρόμος δεν φαινόταν. Ντύθηκε στα γρήγορα και πετάχτηκε έξω. Πήγε πίσω, στα γκρεμισμένα καμαράκια, να δει τη Φλορέτα. Τράβηξε τα χαρτόνια, κάθησε ανακούρκουδα και βάλθηκε να κυττάει το εμπρός φτερό, το φανάρι της, το γυρτό τεπόζιτο και τα παράξενα, χρυσά καλλιγραφικά γράμματα. «Φλο-ρέτ», συλλάβισε. «Φλω-ρά», είπε μετά, και γέλασε. «Φλω-ρά», «Φλό-ρέτ», «Φλώ-ρά», είπε και ξανάπε ο Μανώλης. Ο Μανώλης, που έτρεξε στα χιόνια και στάθηκε πιο πέρα, στη μέση του ξέφωτου. «Αχ», έβγαλε μια φωνή, κατ’ ευθείαν από τα φυλλοκάρδια του. «Αχ», είπε ξανά και κύτταξε τον ουρανό, ευχαριστημένος. Αυτόν που του έδωσε όσα ο κόσμος του ‘χε στερήσει. Στην πόρτα, βγήκε η γυναίκα, τυλιγμένη στο πάπλωμα. Ανησυχούσε. «Έλα μέσα καλέ, θα κρυώσεις» φώναξε, κι ο Μανώλης σκέφτηκε ότι του ‘λεγε τα ίδια λόγια με τη μάνα του, αλλά ήταν ολωσδιόλου διαφορετική, μολονότι θα είχαν πάνω-κάτω, την ίδια ηλικία. Μπήκε στο σπίτι, ρούφηξε το καυτό χαμομήλι που του ετοίμασε και την άκουσε να του αραδιάζει τα σχέδιά της. «Άκου», του είπε. «Εσύ, έτσι κι αλλοιώς να πας στην πόλη δεν μπορείς, σήμερα που είναι όλοι στα σπίτια και σε βεγγέρες. Θα πάω εγώ, θα ψωνίσω, θα περάσουμε εδώ τα Χριστούγεννα, κι από μεθαύριο θα δούμε τι θα γίνει». Δεν ήξερε τι να πει ο Μανώλης. Δεν ήθελε να αρχίσει καν να σκέφτεται. «Καλά», απάντησε. Και η γυναίκα στο λεφτό ντύθηκε κι έφυγε, μπας κι άλλαζε γνώμη η συντροφιά της. Το παιδί και ο άντρας που φώτισε τη μοναξιά της, το δικό της δώρο των Χριστουγέννων.
Πέρασαν ακόμα λίγες μέρες. Πλησίαζε, τώρα, Πρωτοχρονιά. Χιόνι άλλο δεν έπεσε κι οι δρόμοι είχαν ανοίξει. Η Φλώρα έκλεινε τα φώτα νωρίς το βράδυ, και σ’ αυτούς που αψηφούσαν το κρύο κι έρχονταν για επίσκεψη, φώναζε με μπουκωμένη φωνή μέσα απ’ τη γρίλια πως είναι άρρωστη και να φύγουν. Άρρωστος όμως, ήταν και ο Μανώλης. Το νεαρό θηρίο έμενε άγρυπνο τις νύχτες, και καθόταν με τις ώρες μπροστά στη Φλορέτα την μέρα. Έφευγε απ’ τα χέρια της Φλώρας σαν το νερό και σαν την άμμο. Τρόμαζε και ριγούσε στη σκέψη της επιστροφής. Πού να πάει; Πώς να γυρίσει; Η Φλώρα τον ενοχλούσε, τώρα. Του φαινόταν γριά και άσχημη. Δεν ήθελε να τον πλησιάζει και να τον χαϊδεύει, να τον ρωτάει αν είναι καλά κι αν χρειάζεται κάτι. Ήθελε να φύγει, να βάλει μπροστά την Φλορέτα και να φύγει, και η Φλώρα το ‘βλεπε και βούλιαζε στην απελπισία. Και εκείνη τη βραδυά, το αποφάσισε.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η Φλώρα είχε πάει ξανά για ψώνια. Γυρίζοντας, είδε το παιδί να κλαίει. Σκούπισε τα μάγουλά του και γύρισε από την άλλη. «Είδα τη μάνα σου», του είπε. «Τη μάνα σου και τον κυρ Σταύρο, το αφεντικό σου». Πετάχτηκε ίσαμε πάνω ο Μανώλης. «Τι;», όρμησε και την άρπαξε από το μπράτσο, «τους είπες που είμαι;». Όχι, δεν τους είχε πει. Μεσολάβησε, τάχα, ένας γνωστός κι έτσι την βάλανε να πάει και να ζητήσει συγνώμη για λογαριασμό του, τέτοια ιστορία έφτιαξε. Και ‘κείνοι της είπαν να πει στον γνωστό ότι όλα είναι εντάξει και να μην φοβάται, και ότι θα τον συγχωρέσουν και ότι όλα θα είναι εντάξει. «Πάμε! Πάμε τώρα», πετάχτηκε ο Μανώλης, κι άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω σαν τρελός. Η Φλώρα τον κύτταξε θλιμμένα. «Πάμε», είπε κι εκείνη, γύρισε, βγήκε κι έμεινε να τον περιμένει. Ο Μανώλης φουσάτος τράβηξε ίσια στην αυλή, για την Φλορέτα. Την έβγαλε στον δρόμο, άνοιξε την βενζίνη, και κατέβασε τη μανιβέλλα. «Κρρρτ», με τη μία πήρε μπροστά το Γερμανικό μηχανάκι, και ο Μανώλης άνοιξε το αριστερό μαρσπιέ, καβάλλησε κι έγνεψε στη Φλώρα να ανέβει. Εκείνη έκατσε στο πλάϊ, τον έπιασε από τη λιγνή του μέση κι έφυγαν, στον στενό δρόμο, προς την πόλη που άρχιζε λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω.
Στην πλατεία της γειτονιάς του Μανώλη επικρατούσε κίνηση ασυνήθιστη για Πρωτοχρονιά, αλλά κι αυτή η μέρα δεν ήταν σαν τις άλλες. Το κρύο είχε πέσει κι ένας ήλιος λαμπερός χαιρετούσε την πρώτη μέρα του καινούριου χρόνου. Ήταν εκεί όλοι: Ο κυρ Σταύρος με την γυναίκα του πλάϊ-πλάϊ με την μάνα του Μανώλη και τα αδέρφια του, ο πατέρας του όπως πάντα στον δικό του κόσμο, ο ενωμοτάρχης με έναν από τους χωροφύλακές του φορώντας την επίσημη στολή του κι όλοι οι νεαροί από το ποδηλατάδικο. Φυσικά, η γειτονιά δεν θα μπορούσε να αφήσει ένα τέτοιο γεγονός όπως την επιστροφή του ασώτου να περάσει έτσι (άσχετο αν δεν ταίριαζε στο εορτολόγιο). Όλοι ήταν στον δρόμο, με τα παιδιά και τις γιαγιάδες μαζί. Οι νοικοκυρές κάθε λίγο πετάγονταν να δουν τις χύτρες που έβραζαν στη φωτιά ή τα μωρά που κοιμόντουσαν τυλιγμένα σε κουβέρτες δίπλα στη σόμπα. Μετά, όλοι ξανά έξω με τα μάτια καρφωμένα στη γωνία. Δεν καλοξέρανε πως είχε καταφέρει η μάνα του Μανωλάκη να καλμάρει τον ποδηλατά και τον χωροφύλακα για να δεχθούν πίσω το παιδί της, και το κουτσομπολιό έδινε και έπαιρνε, ώσπου ξάφνου το σούσουρο σταμάτησε κι όλοι κράτησαν τις ανάσες τους καθώς ένα παιδί είπε: «Έρχεται, τον ακούω».
«Σταμάτα εδώ», είπε η Φλώρα. Και ο Μανώλης απορημένος έκανε δεξιά και σταμάτησε, δύο γωνίες πριν στρίψει για την πλατεία. Η γυναίκα κατέβηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της κάτω από το μαντήλι, από συνήθεια περισσότερο και όχι γιατί την ένοιαζε να φανεί ωραία, κύτταξε τον Μανώλη και του είπε: «Άντε τώρα, πήγαινε που σε περιμένουν». Εκείνος, δεν αντιγύρισε το βλέμμα, ούτε όμως έκανε να φύγει. Έσβησε το μηχανάκι, έστρεψε τα μάτια, χωρίς να κυττάει τη Φλώρα· δεν μπορούσε να την αντικρύζει στο φως της μέρας γιατί ντρεπόταν, και είπε: «Μου ‘πες πως θάρθεις μαζί. Ούτε τι να τους πω δεν ξέρω. Θα με κλείσουν, θα με δείρουν, θα λιώσει η μάνα μου στο κλάμα». «Πήγαινε, άντε», τον καθησύχασε η Φλώρα. «Είναι όλα κανονισμένα. Τα μίλησα εγώ, με τον ενωμοτάρχη. Δεν σου είπα πως είναι το αφεντικό μου;».
Ο Μανώλης δεν την πίστεψε. Όμως, ήθελε να την πιστέψει. Ήθελε να πάει στη μάνα του, στ’ αδέρφια του, τέτοιες μέρες. Δεν ήθελε να γυρίζει στις ερημιές, δεν μπορούσε να μένει άλλο στο σπίτι της γυναίκας, δεν άντεχε πια τα μάτια της, τα μυρωδικά της, τη φροντίδα της. Εκείνος, μόνο την Φλορέτα είχε θελήσει κι όλα άρχισαν την μέρα που το μέταλλό της του ‘καψε το χέρι. Πώς βρέθηκε στην κατάσταση που ήταν, σαν κοιμισμένο αγρίμι, δεν το ‘χε καταλάβει. Τώρα, μόνο να γλυτώσει ήθελε. Γι’ αυτό και την πίστεψε την γυναίκα: «Εντάξει», είπε, κι εβαλε μπροστά σφίγγοντας τα χείλια. Το πρόσωπό του έμοιασε παιδικό και η Φλώρα έκανε να του χαϊδέψει τα μαλλιά, αλλά ο Μανώλης έβαλε ταχύτητα κι έφυγε και η Φλώρα έμεινε με το χέρι στον αέρα, μετέωρο, μέσα στο γαλάζιο καπνό που άφησε η εξάτμιση της Φλορέτας, που πήγαινε τώρα να παραδώσει τον Μανώλη, καθαρό και άσπιλο, στην αγκαλιά μιάς κοινωνίας που σαν τον ίδιο, χάϊδευε χωρίς να αγαπάει.
Το χαμόγελο στο πρόσωπο του κυρ Σταύρου έπιασε από την μια μεριά του προσώπου του ίσαμε με την άλλη, σαν είδε την κόκκινη Φλορέτα να μπαίνει στην πλατεία. «Παιδί μου», φώναξε η μάνα του Μανώλη, και ο ενωμοτάρχης έφτυσε με τις άκρες των χειλιών του ένα φυλλαράκι καπνό που του είχε σκαλώσει στα δόντια. Σαν ζεματισμένος ο Μανώλης, σταμάτησε, αγκάλιασε την μάνα του και πλησίασε το αφεντικό του. «Ξέρεις κυρ Σταύρο, εγώ», πήγε να αρχίσει, αλλά δεν πρόλαβε: «Γιατί ρε, δεν μου είπες ότι την είχες αγοράσει την τεσσάρα», είπε γελαστός πίσω του ο Λάκης. «Άκου πράγματα», συνέχισε γυρίζοντας στο πλήθος. «Το παλληκάρι είχε αγοράσει το μηχανάκι και τούτος εδώ ο εβραίος του το νοίκιαζε», συμπλήρωσε! «Ααα, να σου πω», πήγε να αγριέψει ο κυρ Σταύρος, μετά όμως θυμήθηκε τα δέκα χιλιάρικα που του είχε βάλει στο χέρι η Φλώρα η πουτάνα την προηγούμενη μέρα, και πήρε ξανά να χαμογελάσει: «Έλα να δεις τι θα σου ‘χω από βδομάδα», είπε στον Λάκη. «Την πεντάρα την καινούρια την κόκκινη!».
Ο Μανώλης δεν καταλάβαινε: «Άντε καλή χρονιά και αύριο νωρίς στο μαγαζί», είπε ο κυρ Σταύρος. «Και πού ‘σαι. Τη Φλορέτα σου άμα θες, την νοικιάζουμε, και κάνουμε κουμάντο μισά-μισά».
Δεν πρόλαβε να κλείσει το ορθάνοιχτο στόμα του, και τη στιγμή που το μάτι του έπιανε το πατέρα του να μπαίνει στο καφενείο του Καραθανάση, ένοιωσε βαρύ στον ώμο του το χέρι του ενωμοτάρχη: «Μανώλη παιδί μου», είπε εκείνος και πάλεψε με την γλώσσα να βγάλει ένα ακόμα φυλλαράκι. «Πρόσεξε γιατί την άλλη φορά μπορεί να μην βρεθεί Άγιος Βασίλης για σένα» (μωρέ και τι Άγιος, γέλασε μέσα του, όπως του ήρθε η εικόνα της αναμαλλιασμένης Φλώρας που τον παρακάλαγε με τις ώρες στο τμήμα να μην πειράξει τον μικρό). Ε, δεν θα τον πείραζε. Όλα κι όλα. Ο ενωμοτάρχης ήξερε να προστατεύει τις επενδύσεις του. Ήξερε, ότι οι γυναίκες είναι τρελλές. Ποιός ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει κι ετούτη εδώ, ακόμα και να σηκωθεί να φύγει, ή να τον καταγγείλει και να του τα χαλάσει όλα. Άστην να κάνει το κουμάντο της με τον πιτσιρικά, αφού έτσι κι αλλοιώς την κράταγε στο χέρι. Στο φινάλε, τον είχε πληρώσει ακριβά. Είναι δύσκολο να ζήσεις καλά με τον μισθό του χωροφύλακα, έστω και του ενωμοτάρχη. «Έλα τώρα, καβάλα το μηχανάκι σου και χάσου από ‘μπρος μου», του είπε μισο-σοβαρά μισο-αστεία και γύρισε προς την Σεβρολέτα του. Με μιάς σα μελίσσι όλα τα κουτσούβελα έπεσαν πάνω στο Μανώλη. Εκείνος μεθυσμένος από ευτυχία σήκωσε τα αδέρφια του, έβαλε το ‘να στο τεπόζιτο, τ’ άλλο στο κάθισμα πίσω του και έγνεψε στη μάνα του να ανέβει. «Πω-πω-πω-πω», έλεγε και ξανάλεγε εκείνη αλλά ανέβηκε στη Φλορέτα και ο Μανώλης κορνάροντας συνέχεια με ‘κείνο το κλάξον που θύμιζε βατράχι, άνοιξε δρόμο και ξεκίνησε για το σπίτι.
Στη γωνία της πλατείας η Φλώρα γύρισε και ‘κείνη να φύγει. Ο ήλιος φώτιζε χωρίς οίκτο το χαραγμένο πρόσωπό της, το ροζ παλτό της φαινόταν παλιό, φαγωμένο τόπους-τόπους από το σκώρο. Οι κάλτσες ξεχειλωμένες και τα τακούνια ,με το ένα να ταλαντεύεται επικίνδυνα όπως πατούσε στραβά, άφηναν μικρές τρύπες στη λάσπη του χωματόδρομου.
Ο Μανώλης ένοιωσε μαζί με τον ψυχρό αέρα κάτι σαν μυρωδιά. Ήταν ότι είχε μείνει στο σώμα του από το άρωμα της γυναίκας. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά και σκέφτηκε ότι σίγουρα άμα πλενόταν και τριβότανε καλά, θα ‘φευγε για πάντα.
Η Φλώρα συνέχισε να περπατάει κουρασμένα. Στο σταυροδρόμι συναντήθηκε με την παρέα των νεαρών που σχολίαζαν ξαναμμένοι την περιπέτεια του Μανώλη. Είδαν την Φλώρα και σταμάτησαν. Ύστερα, ο πιο μεγάλος απ’ αυτούς άρχισε να λέει ρυθμικά, για να τον μιμηθούν κι άλλοι: «Η Φλώρα η πουτάνα, η Φλώρα η πουτάνα, η Φλώρα η πουτάνα…». Εκείνη, χωρίς να σταματήσει να περπατάει, έφτιαξε τα μαλλιά της, χαμογέλασε και γέρνοντας ναζιάρικα το κεφάλι, απάντησε: «Χρόνια πολλά και σε εσάς παιδιά…».
Κι έτσι, όλα ήρθαν στον τόπο τους και η ζωή συνεχίστηκε κατά πως θα της έπρεπε, στους φούρνους και τα ποδηλατάδικα, στις οικοδομές και τις αυλές, στα καπνοχώραφα και στα σοκάκια, στις Δυτικές συνοικίες, στο Αγρίνιο του 1965…