ΒΜW R 50/2 1964: MIA “ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ” ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ
Κείμενο και φωτογραφίες, Γιάννης Εφραιμίδης
Αν ρωτήσεις κάποιον παλιό μηχανόβιο να σου ονοματίσει την 1η μάρκα κλασικής μοτοσυκλέτας που του ‘ρχεται στο μυαλό, αυτός πιθανότατα θα απαντήσει BSA η Norton φέρνοντας στο μυαλό του τις χιλιάδες συμμαχικές μονοκύλινδρες που έμειναν στην Ελλάδα μετά τον Β’ ΠΠ.
Αν κάνεις την ίδια ερώτηση με μια μικρή παραλλαγή, ρωτώντας για την «Κλασσική Τουριστική μοτοσυκλέτα», τότε μάλλον μία και μόνη απάντηση θα πάρεις : BMW του ‘50 και του ‘60, οι οποίες ήρθαν στην Ελλάδα μεταχειρισμένες από την Γερμανία μετά τον εμφύλιο, και οι περισσότερες απ’ αυτές υπάρχουν ακόμα.
Κάπως έτσι αγόρασα και την δική μου BMW, μια R50/2 του 1964.
Την αγόρασα το 2002 όταν ήθελα, όπως έγραψα παραπάνω, κάτι κλασικό μεν αλλά κυρίως ταξιδιάρικο, ξεκούραστο και απροβλημάτιστο, δηλαδή :
α) Να μπορεί να κάνει άπειρα non stop χιλιόμετρα με την ελάχιστη κούραση του αναβάτη, και
β) Να μην σπάει και να μην χαλάει, αποδεδειγμένα.
Τότε, 20 χρόνια πίσω, «υπήρχαν λεφτά», οπότε στόχος μου ήταν να βρω το καλύτερο δείγμα που θα μπορούσε να βρεθεί και φυσικά πινακιδάτο, αφού στόχος ήταν τα κλασικά ταξίδια κυρίως πέρα από τα σύνορα μας!.
Επίσης την ήθελα “έτοιμη” δηλαδή να έχει τραβηχτεί άλλος με την αποκατάστασή της, διότι δεν είχα καμμιά διάθεση τότε να μπλεχτώ με μάστορες και μαστορόπουλα, με ηλεκτρολόγους και καλιμπράδες, με ανταλλακτικά και ανταλλακτικατζήδες, γιατί εκείνη τη εποχή ήμουν εντελώς άσχετος από ανακατασκευές και αποκαταστάσεις, άρα το πιθανότερο, θα ήμουν και το καλύτερο «πελατάκι».
Την μοτοσυκλέτα, μοντέλο του ’64, την βρήκα στον Αποστολόπουλο, στην οδό Θερμοπυλών, στον Κεραμεικό, (δεν υπάρχει πλέον ούτε το μαγαζί/συνεργείο ούτε τα μαστόρια).
Ο Αποστολόπουλος είχε φιτάξει την συγκεκριμένη BMW παραγγελιά για έναν μουράτο μεγαλογιατρό, τα πάντα πάνω της καινούργια, τα πάντα εργοστασιακά BMW, και όχι δευτεροκλασάτα γερμανικά, πολωνέζικα η ελληνικά αντίγραφα.
Ο μεγαλογιατρός όμως δεν είχε ιδέα από μοτοσυκλέτες!
Ετσι, προσπαθώντας να την βάλει μπροστά, γλίστρησε το ποδι του στην μανιβέλα, ξάπλωσε ο γιατρός στην άσφαλτο, έπεσε από πάνω του και η μπέμπα, του πλάκωσε το ποδάρι, του το ‘σπασε, στον γύψο ο γιατρός, πίσω στην βιτρίνα για πούλημα η μπέμπα.
Η μηχανή βέβαια ήταν άριστη, με πολλά και ακριβά εξτρά, αλουμινένια στεφάνια με φαρδιά χείλια, έξτρα και πανάκριβο τανκ βενζίνης για μεγάλες αποστάσεις, καινούργιες αναρτήσεις, καινούργιες εξατμίσεις, πιστόνια, ελατήρια, ρουλμάν καινούργια παντού, άριστη ποιότητα χρώματος, σιρίτια τραβηγμένα στο χέρι από τον Κώστα τον Κακανιάρη, τα πάντα όλα λέμε στην πέννα, αλλά αστρονομικό και το ποσό που την ζήταγε ο μάστορας .
Η ζητούμενη τιμή ήταν 6,5 χιλιάδες ευρουδάκια το 2002, πριν 20 χρόνια δηλαδή, και ο μάστορας δεν κατέβαινε μία διότι, καθώς έλεγε, η μηχανή είναι μπερκέτι και η τιμή ευκαιρία με τα όσα εξτραδάκια και ποιοτικά πράματα είχε επάνω της.
Με τα πολλά, 500 ευρώ κατέβηκε τελικά κι’ αυτό με χίλια ζόρια, διότι πέσανε και κάτι γνωστοί πάνω του «δώστο το μηχανάκι στον “κοντό”, έχει καλή δουλειά, θα τα πάρεις απ΄τα service, δεν θα βγεις χαμένος»…. και μπλα,μπλα, μπλα… κι έτσι άλλαξε χέρια το μηχανάκι.
Φυσικά μίζα για να παίρνουν μπροστά οι μοτοσυκλέτες δεν υπήρχε τότε, αλλά και η μανιβέλα σε όλα τα boxer της BMW είναι «ζαβή», δηλαδή κατεβαίνει στο πλάϊ και όχι προς τα πίσω όπως σε όλες τις μοτοσυκλέτες. Είναι εύκολη όμως, οπότε κανένα πρόβλημα.
Δυό τρείς μέρες αφού την αγόρασα, διοργάνωναν οι «Κλασσικοί» (Ε.Λ.Φ.Κ.Μ.) ένα Classic Endurance, δηλαδή έναν 3ήμερο αγώνα αντοχής με κλασσικές μοτοσυκλέτες και περίπου 1500 σφιχτά και επαρχιακά χιλιόμετρα.
Ωραία ευκαιρία να το μάθω το μηχανάκι, είπα, και πήγα.
Ομως, μόνο μέχρι την Κόρινθο έφτασα όλο κι όλο, διότι το μηχανάκι μου φάνηκε «κοντό», δηλαδή χαμηλή τελική, πολλή βαβούρα και 90-100 χ.α.ω. όλα κι όλα.
Παράτησα το ράλλυ και γύρισα πίσω, είχε και ένα ψωφόκρυο του θανάτου απ’ ότι θυμάμαι, βρήκα ευκαιρία, «δεν πάει το μηχανάκι», είπα στην Οργάνωση και γύρισα πίσω.
-«Έχει “κοντό διαφορικό» (που δεν είναι διαφορικό βέβαια αλλά κορωνοπήνιο), μου είπε ο Αποστολόπουλος την άλλη μέρα, «έτσι τόθελε ο γιατρός, για καλύτερες επιταχύνσεις….»!
Βρε καλέ μου άνθρωπε Αποστολόπουλε δεν θέλω πύραυλο, απλά να φεύγει αξιοπρεπώς το μηχανάκι θέλω … και να γράφει χιλιόμετρα …
«Κοντό διαφορικό», για την ιστορία, είναι αυτό που δίνει η BMW όταν έχεις sidecar, σαν να λέμε σήμερα «κοντά γραναζωμένο» για να ισοσκελίσει το παραπάνω βάρος, χάνοντας σε τελική ταχύτητα βέβαια.
«Μην μου στεναχωριέσαι», είπε ο μάστορας, «έχω άνθρωπο που έχει απ’ όλα τα ανταλλακτικά, με εγγυημένη κατάσταση και καλές τιμές».
Έτσι γνώρισα τον must της εποχής, ένα τύπο ιδιοκτήτη μιας από τις γνωστές “σκουπιδόμαντρες” με “κόκκαλα” και μεταχείρω ανταλλακτικά για παλιές μοτοσυκλέτες , ο οποίος θα “μας” έδινε ένα “μακρύ διαφορικό” σε άριστη κατάσταση για να αντικαταστήσει ο Αποστολόπουλος το υπάρχον.
Έτσι, μια ωραία πρωϊα, μπροστά στο συνεργείο του Αποστολόπουλου σταμάτησε ένα πανάθλιο φουρκόνι και κατέβηκε ένας τύπος που με την μία παραλλήλισα με κρατούμενο φυλακών επιπέδου “Εξπρές του Μεσονυχτίου, πτέρυγα φρενοβλαβών”.
Ο τύπος πάταγε σε μια σαγιονάρα πήγασος και αλογίσιες ποδαρονυχάρες τύφλα νάχουν τα κρουστικά δράπανα, και κράταγε με τα δυό του χέρια μια χωμάτινη μπάλα από γρασσαρισμένο “κάτι”, η “κάπως έτσι”.
Πλησίασε και με ένα γδούπο άφησε μπροστά στον μάστορα αυτή την λασπογρασοκατάσταση …. και ο Αποστολόπουλος όλος χαρά μου είπε…. «Ορίστε…. καινούργιο …. όπως σου είπα….».
Μοναδική στιγμή αυτή, όπου ένας εντελώς καινούργιος κόσμος παρουσιάζεται μπροστά σου, ένας κόσμος όπου κάποιοι θησαυρίσανε πουλώντας με το κομμάτι σάπια μοτοσίδερα και παλιοανταλλακτικά που αγόρασαν με τον τόνο.
Το απαραίτητο καινούργιο κορωνοπήνιο, (σιγά μην ασχολιόμουνα με την “λασποκατάσταση”), ήρθε τελικά παραγγελία από Γερμανία, εννοείται New Old Stock, ενώ το “κοντό” που είχε πάνω του το BMW, δεν θυμάμαι που το χάρισα.
Να μην ξεχάσω, όταν μπλέκεις με BMW, και ειδικά με κλασσικές BMW, παύεις να ασχολείσαι με νούμερα και αριθμούς!
Το μόνο που αρκεί να θυμάσαι για την συγκεκριμένη, είναι : 500 κυβικά, 26 άλογα, 195 κιλά, κι αυτά μόνο και μόνο για να μην αναρωτιέσαι γιατί είναι αργή σε επιταχύνσεις.
Για την ιστορία, κατασκευάστηκαν περίπου 19.000 τέτοιες μοτοσυκλέτες από το 1960 μέχρι το 1969 και η τιμή καινούργια στην Γερμανία ήταν 3.130 Μάρκα.
Για να αγοράσεις το μηχανάκι αυτό, και κυρίως για να το απολαύσεις, πρέπει να ξεκαθαρίσεις στον εαυτό σου ότι :
α) Θες να ταξιδεύεις άνετα και σίγουρα, και
β) Δεν θες να βιάζεσαι.
Χαλαρά, χαλαρά, χαλαρά, και είναι σίγουρο ότι όπου και να πηγαίνεις θα φτάσεις πριν απ΄ τους άλλους , αφού αυτοί θα σταματήσουν τουλάχιστον 3-4 φορές για να ξεμουδιάσουν.
Η χαρά του, είναι ο δρόμος.
Δεν φτιάχτηκε για να φαίνεσαι, ούτε φτιάχτηκε για να δηλώνεις.
Δεν κάνει φασαρία, άρα δεν γυρίζει κανείς να δει ποιός Λαλάκης έρχεται.
Το ότι κάποιοι την λένε παπουδιέρα, και κάποιοι άλλοι την λένε φράου Μέρκελ δεν σε νοιάζει, διότι απλά δεν σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι, ειδικά όσοι δεν την έχουν καβαλήσει.
Η μπέμπα, κατασκευάστηκε «για να πηγαίνει».
Δεν έχει σημασία που θες να πας.
Άπαξ και κατεβάσεις την μανιβέλα, θα φτάσεις.
Είτε κοντά θες, είτε μακρυά, είτε πολύ μακρυά.
Και είναι πολύ σημαντικό, όταν καβαλάς κλασσική μοτοσυκλέτα, το ότι ούτε μια στιγμή δεν θα ανησυχήσεις ότι μπορεί κάτι να πάει στραβά στον δρόμο.
Μια φορά χάλασε η R 50 μου, κι αυτό από βλακεία δική μου. Δεν τα πειράζεις αυτά τα μηχανάκια. Όσο πηγαίνουν, δεν τα ακουμπάς. Άμα αρχίσεις αυτό γιατί έτσι και αυτό γιατί αλλιώς, η και κυρίως, πως μπορούμε να κάνουμε αυτό καλύτερο, θα μπείς σε μπελάδες οι οποίοι πάντα πληρώνονται. Όπως οι περισσότερες άστοχες, και πολύ συνηθισμένες, αμμοβολές για να γίνω συγκεκριμένος.
Όταν με ρωτάνε στην Λέσχη, πριν από κάποιο αγώνα, με ποιά μηχανή θα πάω, και έχω σκοπό να πάω με την Μπέμπα, τους λέω «θάρθω με την Κάντιλακ», και αυτοί καταλαβαίνουν.
Σοβαρά φρένα δεν έχει, αλλά απ’ ΄όσο ξέρω δεν υπάρχει καμμιά μηχανή των 200 κιλών που να σταματάει αξιοπρεπώς με δυό ταμπουράκια εμπορίου. Αλλά αν είμαστε ρεαλιστές, αυτό φαίνεται μόνο μέσα στην πόλη, η άμα κατρακυλάς βιαστικά σε κατηφορικές κλειστές φουρκέτες.
Απλά να θυμάσαι ότι άμα πηδήξει μέσα στην πόλη μια γιαγιά μπροστά σου, την έφαγες κανονικότατα, οπότε κάνεις τα κουμάντα σου και οδηγάς ανάλογα.
Φώτα επίσης να ξέρεις ότι δεν έχει, τουλάχιστον μέχρι να κάνεις την μετατροπή σε 12V.
Τα μανίσια 6V είναι καλά, άμα σου φτάνει το να σε βλέπουν οι άλλοι.
Το κιβώτιο είναι χράπα χρούπα, όλες διπλές, με κενό ανάμεσα, όπως σχεδόν όλα της εποχής, αλλά κι αυτό δεν φαίνεται πολύ αφού η μόνη αλλαγή που χρειάζεται είναι 3η 4η. Μ΄αυτές γυρίζεις τον κόσμο όλο, οι άλλες ταχύτητες είναι χρήσιμες μόνο αν ξεκινάς από τα φανάρια.
Το «διαφορικό» δεν είναι τόσο δράμα όσο θα μπορούσε, η θα αναλογούσε στην εποχή. Αντίθετα λειτουργεί συμπαθητικά, και ,μάλλον λόγω μικρής ιπποδύναμης, δεν έχει τις γνωστές παρενέργειες.
Το πλαίσιο και οι αναρτήσεις είναι υποδειγματικά άνετες. Ειδικά το αρθρωτό μπροστινό τύπου Earles είναι απίστευτα άνετο, σε συνδυασμό δε με τα άνετα πίσω κάθετα αμορτισέρ, συγκρίνονται και θυμίζουν, αναρτήσεις Citroen.
Κρατάει τον δρόμο θαυμάσια, δεν κουνάει δεν λυγάει, δεν σε τρομάζει πουθενά, αλλά πάντα να θυμάσαι ότι με χράπα χρούπα κιβώτιο και νεκρές ανάμεσα και άξονα τεχνολογίας του ΄60, όσο περισσότερο πηγαίνεις χωρίς να παίζεις άσκοπα με το κιβώτιο, τόσο καλύτερα.
Η σέλα είναι απλά μαγική. Ουσιαστικά είναι μια φαρδιά λαστιχένια φέτα στο σχήμα (με το συμπάθιο) του πισινού μας, με ψιλά ψιλά μπιμπικάκια, συνδεδεμένη με το πλαίσιο με ένα χοντρό λαστιχένιο σύνδεσμο, η οποία απολύτως ταπεινώνει την όποια σύγχρονη, είτε τζελ, είτε αφροπούπουλα, είτε γλαρόφτερα, είτε άλλο θέλετε. Είναι ό,τι καλύτερο έχω κάτσει τα ευγενή πισινά μου όλα αυτά τα χρόνια, και τάχω κάτσει σε πάρα πολλά μηχανάκια, σας βεβαιώ.
Τέλος ο κινητήρας, όπως και τα παιδάκια του δημοτικού ξέρουν πλέον, είναι υπόδειγμα απλότητας, λειτουργικότητας και αξιοπιστίας.
Μηδενικοί κραδασμοί και πουπουλένιο περπάτημα, απόλυτη ηρεμία, απόλυτη ησυχία και ένα απίστευτα ονειρεμένο γουργουρητό στην ταχύτητα που ταξιδεύει, δηλαδή στα 100 – 110 χ.α.ω., το οποίο αβίαστα δηλώνει ότι δεν έχει σκοπό να σταματήσει πριν βρει την θάλασσα μπροστά του….
Κι αν κάπου εκεί πηγαίνοντας κάνει ένα στιγμιαίο σκορτσάρισμα, το χέρι σου πάει ενστικτωδώς στο να γυρίσει ρεζέρβα στο ρουμπινέτο βενζίνης, διότι ΜΟΝΟ αυτό μπορεί να συμβαίνει, ώρα δηλαδή να πρέπει να γυρίσεις το ρουμπινέτο στην ρεζέρβα. Sorry, αλλά σε άλλα μηχανάκια, (ονόματα δεν λέμε, εργοστάσια δεν θίγουμε), το όποιο σκορτσάρισμα συνήθως σημαίνει άντε γειά ανορθωτές, άντε γειά πολλαπλασιαστές, άντε γειά πυκνωτές…και άντε πάλι Express Service (ή όπως λένε την Οδική Βοήθεια σήμερα)….
Βάλε 4η λοιπόν, 4 έχει όλες κι όλες, κι άστο να πηγαίνει. Το δούλεμά του δηλώνει ότι ο boxer κινητήρας έχει πάρα πολύ βαρύ στρόφαλο, γι’ αυτό υστερεί σε επιταχύνσεις, αλλά έτσι και πάρει την φόρα του, πάει μόνο με το βάρος του χεριού στο γκάζι, πάει μόνο του, ούτε καν κόβει στις ανηφόρες, και φυσικά με ελάχιστα ανοιχτό γκάζι δεν καίει και τίποτα.
Η μοτοσυκλέτα σήμερα στα χέρια μου έχει κάπου 70.000 χλμ, παίρνει εννοείται με την πρώτη μανιβελιά έστω και αν κάθεται για 3-4-5 μήνες, μου έχει κάνει ονειρεμένα ταξίδια βαθειά στην Δυτική Ευρώπη και ψηλά στην Ανατολική, δεν καίει σταγόνα λάδι, δεν στάζει από πουθενά, δεν βραχυκυκλώνει τα μπουζί της, δεν ζητάει τίποτα απολύτως.
Καταλήγοντας, η R50/2 της BMW είναι, κατά την ταπεινή μου πάντα (αλλά γερά τεκμηριωμένη) άποψη, μία από τις μοτοσυκλέτες που αν αποκατασταθούν και συντηρηθούν σωστά, θα ζήσουν πολύ περισσότερο από τον ιδιοκτήτη τους, όσων χρονών και αν είναι αυτός ότσν την αποκτήσει.
Καμμία ρέπλικα δεν θα της προσομοιάσει ποτέ και καμμία ρέπλικα δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναδώσει την μοναδικότητα αυτής της κατασκευής.
Μοναδική και αξεπέραστη λοιπόν, όπως ανάλογα και σε αντιστοιχία το 650 Bonneville της Triumph, το V7 της Guzzi, το Pantah της Ducati, το 2χρονο 3κύλινδρο 500άρι της Kawa, κλπ, κλπ.
Και για να μην αφήσω καμμία απορία : Nαι, είναι μία από τις 2 μοτοσυκλέτες που θα κρατούσα, αν έπρεπε να μείνω με 2 όλες κι όλες μοτοσυκλέτες.
Γιάννης Εφραιμίδης,
Για το Motosport,
Αθήνα, 20 Φλεβάρη 2022