Εχει γίνει πολλή κουβέντα στο παρελθόν σχετικά με τις δυνατότητες των αναβατών του WSBK σε σύγκριση με τους διασημότερους, και σίγουρα πιο ακριβοπληρωμένους, συναδέλφους τους του MotoGP.
Μέχρι στιγμής, κανείς αναβάτης Superbike δεν ανέβηκε στην κορυφή του MotoGP. Εκαναν καλές εμφανίσεις ναι, πήραν μερικά βάθρα ναι, αλλά για νίκες, κορυφή και τίτλο δεν υπήρξε δυνατότητα.
Αντίθετα, και στην εποχή των δίχρονων GP 500 αλλά και τα τελευταία χρόνια που εκ πρώτης όψεως οι δύο κατηγορίες (WSBK και MotoGP) «μοιάζουν» ως προς τον τύπο και τον κυβισμό των μoτοσυκλετών (τετράχρονες, τετρακύλινδρες, 1000c.c.), υπήρξαν πέντε αναβάτες GP (οι τρείς προερχόμενοι απο τα 500/ MotoGP, οι αλλοι απο τα 250) που έφτασαν στον Παγκόσμιο τίτλο των Superbike, και αναφέρουμε τον Ραιϋμόν Ρος το 1989, τον Τζών Κοσίνσκυ το 1997, τον Μαξ Μπιάτζι το 2010 και 2012, τον Κάρλος Τσέκα το 2011 και τον Συλβαίν Γκουϊντολί το 2014.
Μπαίνοντας στην «εποχή Τζόναθαν Ρέϋ-Kawasaki», βλέπουμε ότι αρκετοί αναβάτες που, περίπου, «συνταξιοδοτούνται» απο το MotoGP μη βρίσκοντας θέση σε ομάδα λόγω της διαρκώς μειούμενης ηλικίας των συμμετεχόντων, περνούν στα Superbike, με καλά αποτελέσματα. Κορυφαίο παράδειγμα φυσικά ο Άλβαρο Μπαουτίστα, που εκμεταλλεύτηκε την «υπερδύναμη» της, ουσιαστικά «ομολογκαρισμένης ΜοtoGP δρόμου» Ducati V4, για να κάνει ένα σερί 9+1 νικών στην αρχη του 2019, και να χάσει τον τίτλο απο την αποφασιστικότητα του Ρέϋ, απο τους περιορισμούς σ.α.λ. που επεβλήθησαν απο τους κανονισμούς της Dorna στην Ducati, αλλά και απο εσωτερικά θέματα με την ομάδα και το εργοστάσιο.
Το 2020 και το 2021, ο Μπαουτίστα έτρεξε με μια Honda που «δεν ήθελε» να βελτιωθεί (3 βάθρα σε δύο χρόνια), για να επιστρέψει φέτος στην εργοστασιακή ομάδα της Ducati, στη θέση ενός άλλου αναβατη του MotoGP, του Σκοτ Ρέντινγκ, που μετά τον τίτλο του Βρεττανικου SBK ήρθε δεύτερος και τρίτος στο WSBK το 2020 και 2021, μη μπορώντας να ξεπεράσει αρχικά το ασύλληπτο πείσμα και την αποφασιστικότητα του Ρέϋ, και πέρυσι την προσθήκη στην κορυφή της διεκδίκησης του ταλαντούχου Ραζγκατλιόγλου, που τελικά κατέκτησε (πανάξια) τον τίτλο, δίνοντας στη Yamaha μια απέραντη χαρά (που περίμενε, και δεν έπαιρνε, εδω και πολλά χρόνια απο την R1 της).
Να λοιπόν, στον πρώτο αγωνα του 2022 στην Μότορλαντ Αραγκον, η τριάδα των πρωταγωνιστών του 2019-2021 ήρθε 1-2-3 στην Superpole, και το Σάββατο έκανε μια κούρσα, που όποιος την παρακολούθησε σίγουρα θα σχημάτισε τη γνώμη ότι αυτοί οι οδηγοί σίγουρα θα είχαν μια θέση στο MotoGP, όπου, εαν είχαν στα χέρια τους κορυφαίο (εργοστασιακό) υλικό, με τέτοια δύναμη, τόλμη, ταχύτητα και πείσμα που οδηγούν για ΟΛΗ τη διάρκεια του αγώνα, αποκλείεται να μην είχαν την ευκαιρία τους για διάκριση!
Απο την εκκίνηση οι τρείς ήταν κοντά, μέχρι τον 10ο γύρο που οι Ρέϋ και Μπαουτίστα άρχισαν να ξεφεύγουν απο τον (poleman) Ραγκζατλιόγλου, που τελικά τερμάτισε τρίτος, περίπου 5’’ πίσω τους. Ο Ρινάλντι φάνηκε ότι ακολουθούσε τέταρτος, για να μεινει 10” πίσω στο τέλος, τον ακολούθησε (άλλα 5” πιο πισω) ο Λοκατέλλι, και οι άλλοι φανηκε να συμμετέχουν σε διαφορετικό αγωνα απο αυτόν των πρώτων, τερματίζοντας απο 20” έως και ένα λεπτό πίσω απο τον νικητή.
Η συνέχεια όμως, ήταν συγκλονιστική! Οι δυο τους πήγαιναν συνεχώς «τροχό», με τον κάθε ένα να εκμεταλλεύεται ιδανικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας του: Ο Μπαουτίστα κρατούσε πιο κλειστές γραμμές, επειδή το επέτρεπε η Ducati, αλλά λόγω μεγαλύτερης κλίσης και διαφορετικής προσέγγισης στο apex, «αργούσε» (ελάχιστα) να επιταχύνει στις εξόδους, κάτι που κάλυπτε με την εμφανώς περισσότερη δύναμη στις ευθείες. Και ο Ρέϋ, είχε πιο ανοιχτές γραμμές, σαν χαραγμένες με διαβήτη, ίδιες και απαράλλαχτες σε κάθε γύρο, «μεταφέροντας» μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στη στροφή και βγαίνοντας με περισσότερα χιλιόμετρα, “ισοφαρίζοντας” έτσι σε τελική την Ducati, που δεν καταφερνε πάντα να τον φτάσει στην ευθεία.
Οχι «πάντα», αλλά συχνά, ο Μπαουτίστα περνούσε μετά απο slip streaming στην ευθεία, αλλά ανοιγόταν στο τέλος της, αργούσε να φέρει την μοτοσυκλέτα σε γραμμή εξόδου, και ο Ρέϋ στρίβοντας με περισσότερα χιλιόμετρα, τον περνούσε στην έξοδο (με «φίλλερ» βέβαια!).
Τρείς γύρους πριν το τέλος, ο αναβάτης της Kawasaki άνοιξε την μεγαλύτερη διαφορά τους μέχρι τότε, που ήταν κατω απο μισό δευτερόλεπτο. Οπως όμως έκλεισαν τον προτελευταίο γύρο, ο Μπαουτίστα μηδένισε την διαφορά, και πλησίασε ξανά σε θέση βολής, καθώς και ο Ρέϋ «αργούσε» κάπως στη διαρκεια του τελευταίου γύρου, οδηγώντας αμυντικά, προστατεύοντας την εσωτερική του. Ετσι, η Ducati στην ευθεία πριν τον τερματισμό έφτασε την Kawasaki, και στο τέλος της πέρασε, μπαίνοντας πρωτη στη τελευταία, ανοιχτή, παρατεταμένη στροφή 16. Αλλά, όπως και τις προηγούμενες φορές, ο Ρέϋ ακολούθησε ανοιχτή γραμμή ακριβείας, επιταχύνοντας διαρκώς μέσα στη στροφή, και στην «έξοδό» της βρέθηκε δίπλα στον Μπαουτίστα, με περισσότερα χιλιόμετρα, περνώντας έτσι πρώτος την γραμμή του τερματισμού με διαφορά μικρότερη του ενός δεκάτου του δευτερολέπτου.
Στο video που ακολουθεί μπορείτε να δείτε τον τελευταίο αυτόν γύρο (έτσι πήγαιναν σε όλο τον αγώνα), και παρ’ ότι δεν μπορούν να γίνουν συγκρίσεις με το MotoGP ούτε στις μοτοσυκλέτες ούτε και στο στυλ οδήγησης που αυτές επιβάλλουν (που πλέον είναι με το σώμα πλήρως «εκτός μοτοσυκλέτας»), αυτό που είναι γεγονός είναι ότι οι κορυφαίοι αναβάτες των Superbike διαθέτουν ψυχή, πείσμα, ταχύτητα, θάρρος και ανταγωνιστικότητα, στοιχεία που θα τους έφερναν ψηλά σε όποια κατηγορία αγώνων κι αν συμμετείχαν. Δ.Π.
https://www.worldsbk.com/de/videos/2022/2022%20WorldSBK%20Aragon%20Race%201%20Last%20Lap
AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ